Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008

Θαλασσινέ μου Άη Νικόλα..

"Θαλασσινέ μου Άγιε, Καλέ μ' Άη Νικόλα,
εφτά κεράκια σού'φερα και σου τ'ανάβω όλα.
Θά'ρχομαι τώρα ταχτικά ν'ανάβω το καντήλι,
γι'αυτόν που έφυγε προχθές κουνώντας το μαντήλι.
Προστάτευέ τον Άγιε, των ναυτικών Προστάτη!
Και κάθε άλλος ναυτικός ας σ'έχει παραστάτη!"

(από τα "Αμοργιανά", Σύνδεσμος Αμοργινών, Μάρτιος 2007)

Σήμερα, 6 Δεκεμβρίου, γιορτάζουμε τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο "της γης και του πελάγου", που φέρνει χιόνια στα βουνά, φουρτούνες στα πελάγη. Ο Άγιος Νικόλας, πέρα από άρχοντας του χειμώνα (βλ.Νικολοβάρβαρα: http://firikia.blogspot.com/2008/12/blog-post_05.html ), είναι ο κατ'εξοχήν προστάτης των ναυτικών μας.

Γράφει ο Γ.Α.Μέγας στο βιβλίο του "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας" : " [...] Για το λαό μας μάλιστα ο άγιος Νικόλας δεν είναι ο ονομαστός μητροπολίτης των Μύρων της Μ.Ασίας, αλλά κάποιος που ασκούσε το επάγγελμα του θαλασσινού. Ως καραβοκύρη παριστάνουν τον άγιο και οι αγιογράφοι. Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις, τα ρούχα του είναι πάντοτε βρεγμένα απ'την άρμη, τα γένεια του στάζουν θάλασσα, το μέτωπό του είναι ιδρωμένο απ'την προσπάθεια να προφτάσει παντού, να βοηθήσει τα καράβια που θαλασσοπνίγονται. Πάρα πολλές είναι οι διηγήσεις για τα θαύματά του. Αλλά την προϋπόθεση για τη βοήθειά του, εκφράζει η παροιμία:
"-Άγιε Νικόλα βοήθα με!
-Κούνα και συ το χέρι σου. (ή -Σείσε και συ το πόδι σου.)"
Ο Άγιος Νικόλαος είναι κύριος των ανέμων και της τρικυμίας. Γι'αυτό πολλές είναι οι προσφορές, οι λιτανείες, και οι παρακλήσεις των ναυτικών μας σ'αυτόν. Η εικόνα του δε λείπει από κανένα ελληνικό πλοίο, μεγάλο ή μικρό.
Από τα κόλλυβα, που στέλνουν στην εκκλησία την ημέρα του αγίου Νικολάου, παίρνουν οι θαλασσινοί της Κίου, όταν ταξιδεύουν. Αν τους πιάσει τρικυμία, τα σκορπούν στη θάλασσα και λέγουν: Άι-Νικόλα μου, και πάψε την οργή σου! Και αμέσως παύει η τρικυμία.
Πιστεύουν και ότι:
Άμα ρίξουν στη θάλασσα από τα κόλλυβα του αγίου Νικολάου και βυθίσουν στη θάλασσα και την εικόνα του, αμέσως θα πνεύσει ο άνεμος, που έχουν κατά νου. (Μάδυτος)"
Στα "Λαογραφικά Σύμμεικτα Παξών" του Δημήτριου Λουκάτου, σώζεται η παρακάτω παράδοση, που προδίδει την ξεχωριστή θέση που κατείχε ο άγιος τούτος στην ψυχή του λαού μας:
"Ο Άη Νικόλας ήταν για τις ψυχές πρώτα, να τις παίρνει. Αλλά ο Άη Νικόλας πονούσε να τις παίρνει κι έβαλε το Μιχάλη. Είχανε στείλει τον Άη Νικόλα να πάρει την ψυχή ενός νέου. Εκείνος όμως εσυμπονούσε και πήρε την ψυχή μιανού γερόντου αντίς του νέου. Για αυτό ο Θεός τον έβγαλε απ'τη θέση και έβαλε το Μιχάλη που ήτανε πιο σκληρός."
καθώς κι επόμενη ιστορία
"Ο Άη Νικόλας είναι και καπετάνιος στο τιμόνι. Σε μια φουρτούνα τον είδε σε ένα φορτηγάκι πλοίο (έτσι μου λέγανε κάτι καπεταναίοι) ένα παιδί 15 χρονών. Τον είδε το παιδί αυτό το καμαρωτάκι πίσω στο τιμόνι και τσου λέει "Ένας καλόγηρος βαστάει τη ρόδα", μα εκείνοι δεν το βλέπανε. Το παιδί ήτανε αθώο."
που θυμίζει την υπέροχη διήγηση που διέσωσε ο Ανδρέας Καρκαβίτσας για τον Άη Νικόλα και το τιμόνι:
"Tο καράβι είναι κατασκεύασμα των διαβόλων. Έκαμαν ένα τρικούβερτο ξύλο κι εβγήκαν διαλαλητάδες σ' όλη τη γη: Eμπρός ελάτε ψυχές στριμμένες, παθιασμένοι κόσμοι, μάτια κλεισμένα στο μυστήριο, ελάτε μέσα και θα το γνωρίσετε αμέσως! Kαι αμέσως τα μάτια τα κλειστά, οι παθιασμένοι κόσμοι, οι στριμμένες ψυχές έτρεξαν κοπάδι από της γης τα πέρατα, κατέβηκαν στην ακρογιαλιά, εμπήκαν στο καράβι. Tι τόπους θα χαρούν, τι χαρές θα γνωρίσουν, πόσα χρήματα θα βγάλουν στη στιγμή!
Eκεί προβάλλει κι ένα γεροντάκι ταπεινό και παραπονιάρικο.
― Nά'μπω μέσα κι εγώ; ρωτάει τον καπετάνιο.
― Έμπα, του λέγει εκείνος, έμπα μέσα και συ, έμπα σύνταχα.
― Nα πάρω και το ξυλάκι μου μαζί;
― Πάρ' το το χάτσαλο.
Eμπήκε μέσα το γεροντάκι , έκατσε κατάνακρα στην πρύμη του καραβιού. Άνοιξαν οι ναυτοδιαβόλοι τα πανιά, έτριξαν τα ξάρτια, πήρε δρόμο στ' ανοιχτά το ξύλο.
― Kαλό μας κατευόδιο, ευχήθηκαν συνατοί τους οι ταξιδιώτες.
― Kαλό σας κατευόδιο, χα! χα! χα!... Kαλό σας κατευόδιο, χα! χα! χα!... εχούγιαξαν από πρύμη σε πλώρη οι ναυτοδιαβόλοι.
Kαι το χουγιατό βοριάς εγίνηκεν ευθύς και ανατάραξε απ' άκρη σε άκρη τη θάλασσα. Όρος το κύμα σηκώνεται μπροστά, πύργος ακλόνητος ψηλώνει πίσωθε, από τα πλάγια λύκοι χυμούν απάνω του. Eκέρωσαν οι ταξιδιώτες οι άμαθοι. Kαπνός εσκόρπισαν εμπρός τους οι χαρές, οι τόποι, τα χρήματα. Kόρακας ο φόβος φωλιάζει μέσα τους, ξεσχίζει τους τα σπλάχνα, ρουφά το αίμα τους. Tο πλοίο γέρνει δεξιά, γέρνει ζερβά, πηδά πίσω κι εμπρός βαρβάτο πήδημα και τα νερά το πνίγουν, κουρσεύουν, το πατούν. Oι διαβολοναύτες στα ξάρτια σκαρφαλωμένοι τραγουδούν αμέριμνα, αναμπαίζουν πειραχτικά τους ταξιδιώτες, γελούν με την εμπιστοσύνη και την ελπίδα τους.
― Kαλό ταξίδι, καλό κι αιώνιο! φωνάζουν πάντοτε.
Όμως το καράβι, όσο κι αν πατιέται και αν κινδυνεύει, δεν πνίγεται. Παλεύει κι ανδρειεύεται σαν να έχει ψυχή μέσα του. Ψυχή γιγαντωμένη, Kι είναι ψυχή του ο γέροντας που κάθεται στην πρύμη του κι είναι οδηγός του το ξυλάκι, το χάτσαλο. Mα εκείνο παίρνει δρόμο, λοξεύει στα ψηλά κύματα, φεύγει την ορμήν και τη λύσσα τους. Kι ενώ οι διαβολοναύτες τον όλεθρό τους προσδοκούν, κι ενώ οι ταξιδιώτες κλαίνε τη μοίρα τους και τα νερά με πόθο περιμένουν να κλωθοπαίξουν στο σκαρί του, εκείνο σχίζει το μαύρο σύγνεφο και αράζει σε λιμάνι ήμερο και γελαστό!
― Δόξα στον σωτήρα! δόξα στον γέροντα!... ξεσπά σύγκαιρα τρανή φωνή από το στόμα των ταξιδιωτών.
― Kατάρα! απαντά σαν αστροπέλεκο η φωνή των διαβόλων.
Kαι τα νερά του κόρφου δέχονται λαχταρώντας τους ναύτες και τον καπετάνιο τους, τον καπετάνιο και το μίσος του. Eσώθηκεν όμως ο κόσμος. Eγύρισε καθένας στη χώρα του, αγάπησε τους τόπους, υπόμεινε τα πάθη, εσεβάσθηκε το μυστήριο. Kαι δεν δοξολογά παρά τον Άι-Nικόλα, τον γέροντα.
Oι διαβόλοι έχτισαν το καράβι, μα ο Άι-Nικόλας έκαμε το τιμόνι του."
Τέλος, παραθέτω κι έναν ακόμη μύθο για τον άγιο που κατέγραψε ο λαογράφος μας Νικόλαος Πολίτης, στο δίτομο έργο του "Παραδόσεις":
"Κάτω απ'τη βορεινή κορυφή του Υμηττού, στην ανατολική ράχη, είναι μια σπηλιά που λέγεται Σπηλιά του λιονταριού, γιατί σ'αυτή κατοικούσε τον παλαιόν καιρό ένα φοβερό λεοντάρι που έφερνε μεγάλη καταστροφή γύρω. Απ'αυτό εμποδίζονταν οι χριστιανοί να πηγαίνουν στην εκκλησιά του αγίου Νικολάου, που είναι εκεί κοντά, δυτικά απ'την Κάντζα. Και η εκκλησιά έμενε έρημη και αλειτούργητη πολλά χρόνια.
Όταν μια φορά, την παραμονή του αγιού Νικολάου, εφάνη ο άγιος σε πολλούς χωριάτες στον ύπνο τους και τους είπε να πάνε το πρωί άφοβα στην εκκλησιά. Και πραγματικώς επήγαν. Το λεοντάρι, όταν μαζεύτηκαν στην εκκλησιά, όρμησε κατά πάνω τους να τους φάγει. Αλλά μόλις έφτασε μπροστά στην εκκλησιά, βγήκε από μέσα ο άγιος και το χτύπησε δυνατά και το μαρμάρωσε. Και έτσι μαρμαρωμένο είναι εκεί ως τα τώρα. (Αττική)"

2 σχόλια:

  1. Όμορφο το ποίημα, ή μάλλον τραγούδι, της εισαγωγής. Όπως πάντα, μας χάρισες λίγες ακόμη σταγόνες γνώσης. Μέρα καλή

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Νά'σαι καλά Λάκη.. καλό ξημέρωμα νά'χουμε..

    ΑπάντησηΔιαγραφή