Σάββατο 23 Αυγούστου 2008

Μπαρκ

του Antoine de Saint-Exupery (απόσπασμα):


"... Τριγύρισε μπροστά στα εβραϊκά μαγαζιά, κοίταξε τη θάλασσα, σκέφτηκε πως μπορούσε να πάει όπου του άρεσε, πως ήταν ελεύθερος... Μα αυτή η ελευθερία του φάνηκε πικρή: γιατί ανακάλυψε πόσο του έλειπαν οι δεσμοί με τον κόσμο.
Τότε ο Μπαρκ χάιδεψε το μάγουλο ενός παιδιού που περνούσε. Το παιδί χαμογέλασε. Δεν ήταν κάποιο παιδί του κυρίου του που το κολάκευε. Ήταν ένα αδύνατο παιδί στο οποίο ο Μπαρκ χάριζε ένα χάδι. Και που χαμογελούσε. Κι αυτό το παιδί ξύπνησε τον Μπαρκ, κι ο Μπαρκ ένιωσε κάπως πιο αξιόλογος πάνω στη γη εξαιτίας ενός παιδιού που του χαμογέλασε. Άρχισε κάτι να διαβλέπει και περπατούσε τώρα με μεγάλα βήματα.
-Τί ψάχνεις να βρεις; ρώτησε ο Αμπντάλα.
-Τίποτα, απάντησε ο Μπαρκ.
Μα όταν, στη στροφή κάποιου δρόμου, έπεσε πάνω σε μια παρέα παιδιά που παίζανε, στάθηκε. Ήταν εδώ. Τα κοίταξε αμίλητος. Ύστερα, αφού πήγε στα εβραϊκά μαγαζιά, γύρισε φορτωμένος δώρα. Ο Αμπντάλα νευρίασε:
-Βλάκα, φύλαξε τα λεφτά σου!
Μα ο Μπαρκ δεν άκουγε πια. Σοβαρός, έγνεφε σε κάθε παιδί. Και τα χεράκια τους απλώνονταν προς τα παιχνίδια και τα βραχιολάκια και τις χρυσοκέντητες παντοφλίτσες. Και κάθε παιδί, μόλις έπαιρνε στα χέρια του το θησαυρό του, το έσκαγε σαν αγριοκάτσικο.
Τ'άλλα παιδιά του Αγαδίρ, μαθαίνοντας το νέο, έτρεξαν κι αυτά στον Μπαρκ: κι αυτός τους χάρισε χρυσοκέντητα παντοφλάκια. Και στα περίχωρα του Αγαδίρ κι άλλα παιδιά που τα ξεσήκωσε αυτή η φήμη τρέξανε με φωνές προς αυτόν το μαύρο θεό' γαντζωμένα πάνω στα παλιόρουχα του σκλάβου, γύρευαν κι αυτά το μερτικό τους. Ο Μπαρκ καταστρεφόταν.
Ο Αμπντάλα φαντάστηκε πως είχε τρελαθεί απ'τη χαρά του. Μα νομίζω πως το θέμα για τον Μπαρκ δεν ήταν να μοιράσει ένα πλεόνασμα χαράς.
Είχε, αφού ήταν λεύτερος, τα βασικά αγαθά, το δικαίωμα ν'αγαπηθεί, να τραβήξει προς το βορρά ή προς το νότο και να κερδίσει το ψωμί του με την εργασία του. Τί του χρειάζονταν λοιπόν αυτά τα χρήματα... Αυτός ένιωθε, όπως νιώθεις μια άγρια πείνα, την ανάγκη νά'ναι ένας άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους, δεμένος με τους ανθρώπους. Οι χορεύτριες του Αγαδίρ είχαν φερθεί στοργικά στο γέρο-Μπαρκ, μα τις άφησε χωρίς μεγάλη προσπάθεια, όπως είχε πάει' δεν τον είχαν ανάγκη. Το γκαρσόνι του αράπικου καφενείου, οι διαβάτες στους δρόμους, όλοι σέβονταν αυτόν τον ελεύθερο άνθρωπο, μοιράζονταν μαζί του εξίσου τον ήλιο, κανένας όμως δε φάνηκε να δείχνει πως τον είχε ανάγκη. Ήταν ελεύθερος, απεριόριστα ελεύθερος, τόσο που να μη νιώθει το βάρος του πάνω στη γη. Του έλειπε αυτό το βάρος των ανθρώπινων σχέσεων που σου κόβει το βήμα, αυτά τα δάκρυα, αυτοί οι αποχαιρετισμοί, αυτές οι μομφές, αυτές οι χαρές - όλα όσα κάθε άνθρωπος θωπεύει ή απωθεί κάθε φορά που κάνει μια χειρονομία, αυτοί οι χίλιοι-δυο δεσμοί που τον δένουν με τους άλλους και του δίνουν κάποιο βάρος. Μα ο Μπαρκ ήταν ήδη φορτωμένος με χιλιάδες ελπίδες...
Κι η βασιλεία του Μπαρκ άρχιζε μέσα σ'αυτή τη δόξα του ήλιου που έδυε στο Αγαδίρ, μέσα σ'αυτή τη δροσιά που ήταν γι'αυτόν τόσα πολλά χρόνια η μόνη γλυκιά στιγμή που περίμενε. Και καθώς η ώρα της αναχώρησης πλησίαζε, ο Μπαρκ προχωρούσε μέσα σ'αυτήν την πλημμύρα των παιδιών, όπως άλλοτε ανάμεσα στα πρόβατά του, χαράζοντας το πρώτο χνάρι, την πρώτη του αυλακιά στον κόσμο. Θα ξαναγύριζε αύριο στη φτώχια των δικών του, υπεύθυνος για περισσότερες ζωές απ'όσες τα γέρικα χέρια του θα μπορούσαν να θρέψουν - εδώ όμως βάραινε με το πραγματικό του βάρος. Σαν αρχάγγελος πολύ ανάλαφρος για να ζήσει τη ζωή των ανθρώπων μα που πρόσθεσε με ζαβολιά, μολύβι στη ζώνη του για να βαραίνει, ο Μπαρκ προχωρούσε με δυσκολία, ελκόμενος προς τη γη από χιλιάδες παιδιά, που τόση ανάγκη είχανε από χρυσοκέντητα παντοφλάκια."

(Αντουάν ντε Σαιν-Εξυπερί, "Γη των ανθρώπων")



2 σχόλια: