Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007

σπίτια και "σπιτικά"


Μένω σε ένα χωριό. Από κείνα τα χωριουδάκια που ξεφυτρώνουν στο βουνό, με την πλούσια βλάστηση, τα τρεχούμενα νερά και τις ρεματιές, τα πετρόχτιστα σπίτια με τις μεγάλες αυλές τίγκα στο λουλουδικό και την κεντρική πλατεία με την εκκλησιά, τα μαγαζάκια τριγύρω και το γέρο πλάτανο να δεσπόζει στη μέση... Ένα όμορφο χωριό, βουνίσιο, με θέα τη θάλασσα, ανεξερεύνητα μονοπάτια κι όμορφες διαδρομές. Το μόνο που ίσως έχει να ζηλέψει από τα γειτονικά του χωριά είναι κάποια αναπαλαιωμένα διώροφα ή τριώροφα αρχοντικά, μιας και τούτο το χωριό το κάψανε οι Γερμανοί κι ό,τι είχε απομείνει όρθιο ήρθε να το αποτελειώσει κι ο σεισμός.
Ένα μεγαλοχώρι που όσο κι αν χρονιά τη χρονιά οι κάτοικοι λιγοστεύουν, παραμένει ακόμη ζωντανό, με ντόπιους αλλά και αρκετούς παραθεριστές. Όπως σε κάθε τουριστικό προορισμό, τα παλιά εγκαταλελειμμένα σπιτάκια αγοράζονται κι επισκευάζονται, μα ακόμη περισσότερο προτιμούνται τα οικόπεδα κι οι νέες κατασκευές. Κι έτσι σιγά-σιγά το χωριό αλλάζει, εξαπλώνεται, μεταμορφώνεται... Κι επειδή ζούμε σε μια εποχή, που της «παράδοσης», σαν έννοια, της έχουν αλλάξει τον αδόξαστο, στο όνομα αυτής της «παράδοσης», βλέπω μετά λύπης μου καθημερινά να ξεφυτρώνουν νέα τερατουργήματα.
Προσπαθώ να ξεκαθαρίσω στο μυαλουδάκι μου, πως όλα αυτά τα παλιακά σπιτάκια έχουν τόση ζεστασιά κι ακτινοβολούν τέτοια ομορφιά και πως τα περισσότερα σύγχρονα είναι κακόγουστα έως απωθητικά. Είχαν τόσο γούστο οι παλιοί μαστόροι, ήταν άλλα τα υλικά, ή η φθορά του χρόνου είναι που σκέπασε τις όποιες «δυσμορφίες»; Πάντως εκείνα τα παλιά σπιτάκια έχουν το χάρισμα να δένουν τόσο αρμονικά με το περιβάλλον και την τριγύρω φύση, ο ίδιος ο τόπος να τα αγκαλιάζει και γίνονται ένα με το βουνό, τόσο που τα θεωρεί κανείς γεννήματα της πλάσης. Και ακόμη και κείνα που τυχαίνει να πέσουν στα χέρια ανοικοκύρευτων ιδιοκτητών, εκείνα που η μορφή τους προδίδει αφροντισιά και ταλαιπωρία, ακόμη κι αυτά κατορθώνουν να μη «βγάζουν μάτι», να μην ασκημαίνουν το τοπίο.
Τα άλλα, όμως, τα καινούρια που ξεφυτρώνουν παντού; Ελάχιστα από αυτά καταφέρνουν να αγαπηθούν από τον τόπο, προσδίδοντας τη δική τους ιδιαίτερη μα και οικεία πινελιά. Είναι εκείνα που το μεράκι των ιδιοκτητών τους τους χάρισε ψυχή. Τα περισσότερα, άχαρα και άψυχα, κραυγάζουν την κρυφή απέχθεια των δημιουργών τους προς το γύρω περιβάλλον καθώς και τη μεγαλομανία και την ακαλαισθησία των νοικοκυραίων τους. Τσιμεντένιοι ασουλούπωτοι όγκοι με ατελείωτους άχρηστους χώρους γεμάτους ψεύτικα διακοσμητικά, που ονομάζονται «εξοχικά» από ανθρώπους που, κατά βάση, απεχθάνονται την έννοια της εξοχής, από ανθρώπους που θα τους φιλοξενήσουν λιγότερο από δεκαπέντε μέρες το χρόνο. Κι αυτά τα «κουτιά», που συνηθίζουν να τους κοτσάρουν πλέον και από μια πισίνα, η οποία συνήθως δε χρησιμοποιείται ποτέ, παρά μόνο για να περισυλλέγει τα μαραμένα πλατανόφυλλα, αυτά τα σκληρά και, με μανιώδη σχολαστικότητα, ορθογωνισμένα τσιμεντένια «κουτιά», θα τα επενδύσουν με φλούδες από γυαλιστερή και ισιοκομμένη πέτρα, για να τα βαφτίσουν «παραδοσιακά». Η ίδια πέτρα θα κολληθεί και τριγύρω από το θεόρατο «παραδοσιακό» τζάκι φυσικά, για να μπορούν να «θαυμάζουν» οι επισκέπτες τον «παραδοσιακό πέτρινο τοίχο» που δένει τόσο μοναδικά με τα «παραδοσιακά» ξύλα και την εστία. Και πάει λέγοντας...
Αυτά τα σπίτια που δεν είναι «σπιτικά», αυτά τα σπίτια τα άψυχα που τώρα αρχίζουν να βγαίνουν και σε αναρίθμητα πανομοιότυπα καλούπια - καθώς έχουνε γίνει της μόδας και τα λεγόμενα «συγκροτήματα κατοικιών» - αρχίζουν να κατακλύζουν το χωριό μου και να του αλλάζουν μορφή... και δεν καταλαβαίνω... αφού όλοι τούτοι δεν ψάχναν για χωριό, αλλά για κάποιο Αθηναϊκό προάστιο, τι κουβαλήθηκαν εδώ και σταματημό δεν έχουν να χτίζουν;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου