Σάββατο 6 Απριλίου 2024

Κυριακή Σταυρολουλουδιά (λαογραφικά της Σταυροπροσκυνήσεως)

Στο μέσον της Αγίας Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία μας προβάλλει την προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού και, μάλιστα, ζωοποιώς ανθοστολισμένου, προς ενίσχυση του αγώνα, όλης τούτης της περιόδου που οδεύουμε προς το Μεγαλοβδόμαδο του Πάθους, των ορθοδόξων πιστών . Είναι η τρίτη Κυριακή των Νηστειών, η Κυριακή του Σταυρού και των λουλουδιών, η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως...
"Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν,ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ,καὶ ἀκολουθείτω μοι." (Ματθ. η34)

 Καταγράφει ο Νίκος Ψιλάκης στο πολύτιμο έργο του για τα έθιμα στον κύκλο του χρόνου:

"... Ο σταυρός ευρίσκεται μέσα στο ιερό, σε δίσκο γεμάτο με τα πρώιμα λουλούδια της άνοιξης. Στην Κρήτη καθιερώθηκε να κυριαρχεί το αρισμαρί, το δενδρολίβανο, που συχνά διατηρεί την άνθισή του τούτη την εποχή. Μαζί με το δενδρολίβανο, το δίσκο κοσμούν ζουμπούλια και άνθη λεμονιάς, πολύχρωμα άνθη, κλωναράκια ελιάς και πράσινα κλωνάρια βοτάνων κομμένα σχεδόν πάντα απ'τις αυλές των ενοριτών. Στη Μεσαρά, και γενικά στις νότιες περιοχές της Κρήτης, βάζουν αποκλειστικά λουλούδια μυριστικά. Δε μπαίνει ποτέ λουλούδι ή φυτό που δε μυρίζει, όσο καλό κι αν θεωρείται. Η εξήγηση είναι πρόχειρη κι αυθόρμητη: Η  μυρωδιά εφανέρωσε το σταυρό

Στο τέλος της δοξολογίας οι πιστοί παίρνουν τα λάβαρα και τα εξαπτέρυγα, σταματούν μπροστά στην πόρτα του αριστερού κλίτους και περιμένουν το λειτουργό ιερέα να φέρει τον ανθοστόλιστο σταυρό πάνω απ'το κεφάλι του ή, αν είναι δύο ιερείς, να τον σηκώσουν ψηλά πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Έτσι αρχίζει η μικρή περιφορά, συνήθως μέσα στον ναό, ενώ δεν απολείπουν οι περιπτώσεις που προτιμάται η περιφορά έξω, γύρω από τον ναό. [...] ο ιερέας προσκυνά το σταυρό, παίρνει μικρά ματσάκια με τα άνθη της Σταυροπροσκυνήσεως και τα προσφέρει πρώτα στους ψάλτες και στη συνέχεια σε όλο το εκκλησίασμα...."

(Νίκου Ψιλάκη, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμάνωρ)



Αναφέρει κι ο έτερος λαογράφος μας Δημήτρης Λουκάτος:

"Ανοιξιάτικη γιορτή των λουλουδιών, που συγκεντρώνονται άφθονα στην εκκλησία, ν'ανθοστολίσουν προκαταβολικά το Σταυρό, που σε τρεις πάλι βδομάδες θα δεχτεί πάνω του το σταυρωμένο Χριστό. Την έχει επίτηδες καθιερώσει η Εκκλησία, στη μέση της Σαρακοστής, για να τονώσει την παλιότερη νηστεία και προσήλωση των πιστών στη χρονική προσδοκία του Πάθους.
"Καθάπερ οἱ τραχείαν καὶ μακράν ὁδόν διανύοντες, εἴ που δένδρον εὐσκιόφυλλον εὔρωσι, μικρόν καθήσαντες ἀναπαύονται... οὔτω καὶ νῦν, εἰς τὸν Νηστείας καιρόν ἐνεφυτεύθη μέσον ὁ ζωηφόρος Σταυρός, ἄνεσιν και ἀναψυχήν ἡμῖν χορηγῶν..."
Πραγματικά μοιάζει σαν ξαναφυτεμένο το ξύλο του σταυρού ανάμεσα στο σωρό τα λουλούδια (βιολέτες, ζουμπούλια, μενεξέδες, δεντρολίβανα), που φέρνουν κι αποθέτουν στα πόδια του οι πιστοί. Κι όλα στο τέλος μοιράζονται, ευλογημένα από τον παπά, στους πιστούς, που φεύγουν για τα σπίτια τους, "ανθοφόροι" σαν τους αρχαίους, όπως φεύγουν και στις δύο άλλες γιορτές της ανθοφορίας: του Σταυρού το Σεπτέμβρη με τους βασιλικούς και την Κυριακή των Βαϊων με τα βάγια.

Τούτην τη μέρα τη λένε "του Λουλουδιού", "του Σταυρολούλουδου", "του Γιοφυλλιού", ή "Κυριακή Σταυρολουλουδιά". Φυλάνε έπειτα τα λουλούδια πλάι στα εικονίσματα, στο σπίτι, και τά'χουν για λιβάνισμα, ξεμάτιασμα και ξόρκι, σε κάθε πιθανό κακό.

Λαογραφικά ονομάζουν "Μεσοσαράκοστο" την Κυριακή αυτή, κάτι σαν το καθολικό Mi-carem, όχι όμως με εκείνου την ελευθερία στα φαγώσιμα και στο γλέντι, αλλά αντίθετα, με πιο αυστηρή νηστεία, "σταυρώσιμη". (Οι νηστείες εβόλευαν πάντα τη φτωχή ανατολή πιο πολύ απ'τη δύση.)

Οπωσδήποτε, η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως είναι ένα πλησίασμα και μια προαγγελία στο Πάθος, όπως σε λίγο, το Σάββατο του Λαζάρου θα είναι μια προαγγελία της Ανάστασης. Παλιότερα γίνονταν την ημέρα τούτη (το απόγευμα), και αγερμοί των παιδιών, που γύριζαν στα σπίτια και ζητούσαν αυγά για το Πάσχα και ξύλα-παλιούρια, για τις φωτιές που θ'άναβαν αναγγελτικές, ή και για να κάψουν το ομοίωμα του Ιούδα. Έλεγαν τους στίχους:

Χαίρε, Τίμιε Σταυρέ,
η χαρά των Προφητών!
Να μου δώσεις εν'αυγό,
για να φύγω από δω!

Μεγάλη σημασία δίνουν στη Σταυροπροσκύνηση και οι ναυτικοί μας. Το "Μεσοσαράκοστο" τους θυμίζει (και από εκκλησιαστική επίδραση) το "εν μέσω πελάγει". Ιδιαίτερο προσκύνημα κάνουν στον Πανορμίτη της Σύμης οι οικογένειες των ναυτιλομένων (για να ανανεώσουν την εύνοια του Μεγαλόχαρου - Αρχάγγελου Μιχαήλ- στα ταξίδια τους), με καθιερωμένο φρούτο του νηστίσιμου γεύματος ένα φυλαγμένο επίτηδες καρπούζι."

(Δημήτρη Λουκάτου, "Πασχαλινά και της Άνοιξης", εκδόσεις Φιλιππότη)



Και πάλι από την πένα του Νίκου Ψιλάκη, μέσα από τα τόσα πολύτιμα που καταγράφει για τη μέρα τούτη:

"Σε παλιότερες εποχές συγκεντρώνονταν κάμποσοι ενορίτες στο σπίτι του παπά όπου έφερναν μεγάλα μάτσα ή καλάθια ολόκληρα με άνθη. Εκεί, σε μια-δυο αποσπερίδες, έδεναν τα ματσάκια και τα μετέφεραν στην εκκλησία. [...]

Τη μέρα της Σταυροπροσκύνησης τα ταπεινά άνθη της κάθε αυλής και της κάθε γλάστρας μεταφέρονται στην εκκλησία. Οι ευεργετικές δυνάμεις που μεταφέρουν μετά τη λειτουργία είναι επίκτητες' αποκτήθηκαν λόγω της επαφής των με το σταυρό, το σεπτό σύμβολο της πίστης. Φενικά πιστεύεται ότι μεταφέρουν την ευλογία της εκκλησίας και ότι μπορούν να τη μεταδώσουν σε όποιον άνθρωπο, ζώο ή αντικείμενο έρθει μαζί τους. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούσαν παλιότερα τις "ροδαρές" σε πλήθος εθιμικών ενεργειών, στο σπίτι, στο ζυμωτό, στο στάβλο, στις μάντρες των αιγοπροβάτων, στο χωράφι και στον κήπο, που αρχίζουν αυτή την εποχή να τον φυτεύουν με τα καλοκαιρινά λαχανικά. Σήμερα απλώς τις μεταφέρουν στο σπίτι και τις εναποθέτουν στα εικονίσματα. [...]

Σε μερικές περιοχές του νησιού (χωριά Αστερουσίων) διατηρείται ακόμη μια παλιότερη συνήθεια. Κοπελιές ή και νέες γυναίκες παίρνουν μικρά ματσάκια, όσα χρειάζονται, και πηγαίνουν σε όλα τα ξωκλήσια. Το μήνυμα της Σταυροπροσκύνησης πρέπει να φτάσει παντού. [...]"

(Νίκου Ψιλάκη, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη"εκδόσεις Καρμάνωρ)

 (*παλαιότερη εγγραφή: Κυριακή Σταυρολουλουδιά)

Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

Άγια και πεθαμένα (τα κόλλυβα του Αγίου Θεοδώρου)

Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, 

Ἅγια καὶ πεθαμένα  (1896)

"Ὡς ἀνασηκωμένη ποδιὰ ὡραίας χωριατοπούλας, ὁποὺ πλύνει τὰ ρουχάκια της, τὰ πουκαμισάκια της, σιμὰ εἰς τὸ πηγάδι, ἀνέρχεται καὶ ἀναρριχᾶται καὶ βαίνει πρὸς τὰ ἄνω ἡ λευκὴ ἐσχατιὰ τῆς πολίχνης, εἰς τὸν βράχον τὸν ἀνατολικόν, τὰ Κοτρώνια, τὸν πετρώδη τριπλοῦν λόφον μὲ τὰς τρεῖς κορυφάς, ὅπου τὸ βράδυ, ἐνῷ ἡ δύσις χρυσᾶ καὶ πορφυρᾶ βάφει τὰ σύννεφα ἀντικρύ, ἀναβαίνει παμμιγὴς ὁ βόμβος, καὶ ὁ ψίθυρος καὶ τὸ μινύρισμα μυρίων φωνῶν, φωνῶν γυναικείων, φωνῶν παιδικῶν, μὲ ἦχον μελῳδικόν, ρεμβώδη, μυστηριώδη. Καὶ αἱ γυναῖκες φορτωμέναι τὴν στάμναν των, ἀνὰ δύο ἢ τρεῖς, ἐπιστρέφουν φλυαροῦσαι ἀπὸ τὴν βρύσιν, καὶ τὰ παιδιὰ μὲ τὰ τόπια των κυνηγοῦνται γύρω εἰς τὰ Λιβάδια, ἢ τρέχουν καὶ παίζουν τὸ σκλαβάκι εἰς τὰ Ἁλώνια.

Σιμὰ εἰς τὴν τρίτην, τὴν χαμηλοτέραν κορυφήν, τὴν παραθαλάσσιον, ἀναρριχῶνται εἰς τὸν βραχώδη λόφον αἱ λευκαὶ οἰκίαι. Καὶ ἡ οἰκία τοῦ μακαρίτου τοῦ Μπονᾶ, ὁποὺ τὴν εἶχεν ἀγοράσει πρὸ χρόνων ὁ καπετὰν Γιωργὴς ὁ Παμφώτης, καὶ τὴν εἶχεν ἐπισκευάσει καὶ καλλωπίσει, ἦτο κτισμένη ἐπάνω εἰς πέτραν ριζιμιάν, σύρριζα εἰς τὸν βράχον, καὶ πρὸς τὰ κάτω ἐξετείνετο αὐλὴ μὲ σαράντα σκαλοπάτια, τὸ κάθε σκαλοπάτι πλατὺ ὅσον διὰ νὰ πατήσῃ τις δύο βήματα, καὶ ὑψηλὸν ὅσον διὰ νὰ χρειασθῇ τις ἅλμα νὰ τὸ ἀναβῇ. Δύο χαμηλὰ ἰσόγεια σπιτάκια, κάτω, δεξιόθεν καὶ ἀριστερόθεν τῆς αὐλείου θύρας. Τὸ ἓν ἦτο πατητήριον ἐλαιῶν, τὸ ἄλλο πλυσταρεῖον. Μία ἁπλωταριὰ καὶ ἡλιακωτὸν ἀπὸ τὸ ἓν μέρος τῆς ἀνωφεροῦς αὐλῆς, παμμεγέθης ἀμυγδαλιὰ ἀνθοῦσα ἤδη ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, στέρνα καὶ πηγάδιον καὶ κηπάριον μὲ γάστρας ἀνθέων καὶ ροιὰς καὶ λεμονέας, μὲ κάγκελα φραγμένον. Καὶ ἄνω ὁ πάλλευκος ἄσπιλος οἰκίσκος, ἀρχαϊκὸν κτίριον, ἐμπνέον σέβας, ἐπέστεφε τὴν ἀνωφερῆ μαρμαίρουσαν αὐλήν.

Τὸ ἔβλεπες μακρὰν καὶ τὸ ἐχαίρεσο, κ᾽ ἐζήλευες, κ᾽ ἔπιπτες εἰς ρέμβην, κ᾽ ἔλεγες: Ἂς ἐκατοικοῦσα ἐκεῖ!

* * *

Χειμερινὸς θάλαμος μὲ τὴν ἑστίαν του, τὰ μεντέρια* του καὶ τὰ ράφια του, ἀρματωμένος μὲ παλαιὰ ὡραῖα πιᾶτα, δύο μικροὶ θαλαμίσκοι, ὅλοι γεμᾶτοι ὀθόνας καὶ ἔπιπλα, τὸ μαγειρεῖον, ὁ διάδρομος, ὅλα ἀστράπτοντα καὶ πλουσίως εὐτρεπισμένα. Ἡ «καλὴ κάμαρη» πρὸς τὸ μεσημβρινὸν μέρος μὲ ὡραῖα στιλβωμένα ἔπιπλα, μὲ ὀθόνια λειομέταξα καὶ τάπητας πολυχρόους. Βλέπουσα εἰς τὸν λιμένα, θεωροῦσα ὅλην τὴν λευκὴν πολίχνην κάτω καὶ ἀντικρύ, ἀγναντεύουσα τὴν θάλασσαν, μετροῦσα τὰ κατάρτια τῶν καραβιῶν, καὶ ἀριθμοῦσα τὰς λέμβους τῶν ἁλιέων, ἐκάθητο ἡ κόρη τοῦ σπιτιοῦ, ἡ Σειραϊνώ, λευκὴ καὶ ἀσθενὴς ὡς τὸ κρίνον, λεπτοφυής, πραεῖα καὶ ἄχολος ὡς ἡ περιστερά. Εἶχε τὸ κέντημά της ἐπὶ τῶν γονάτων. Εἰργάζετο ἀνενδότως, νυχθημερόν· ἐκέντα τὰ προικιά της.

Ἐταξίδευεν ὁ πατήρ της μὲ τὸ καράβι, ἔπλεεν εἰς μακρινά, βαθιά, μαῦρα πέλαγα. Πρώιμα ἀπέπλευσεν ἐφέτος, μόλις εἶχαν φωτισθῆ τὰ νερά. Ἅμα θὰ ἐπέστρεφε μὲ τὸ καλὸν «νὰ δέσῃ» (δηλαδὴ νὰ δέσῃ τὸ καράβι δι᾽ ὅλον τὸν χειμῶνα), θ᾽ ἀπεφάσιζε τέλος ν᾽ ἀρραβωνίσῃ τὴν κόρην του. Τοιαύτην ὑπόσχεσιν ἔδωκεν «ἐξωδίκως», καθὼς λέγουν οἱ δικολάβοι, πρὶν ἀναχωρήσῃ.

Γαμβροὶ ὑποψήφιοι ὑπῆρχον ὄχι δύο ἢ τρεῖς, ἀλλὰ δωδεκὰς ὁλόκληρος. Ἡ κόρη εἶχε καλὸν ὄνομα, ἦτον μεγαλοπροικοῦσα, ἦτον λευκὴ καὶ ἄχολος ὡς περιστερά, ἦτον προκομμένη καὶ «ὀμορφοδούλα»*. Ἐκέντα τὰ προικιά της μόνη της, χωρὶς καμμίαν ἀνάγκην, μόνον διὰ ν᾽ ἀκολουθήσῃ τὸ ἔθιμον τοῦ χωρίου. Ποῖον ἀπὸ τοὺς τόσους γαμβροὺς νὰ ἐκλέξῃ ὁ πατήρ της; Ἐν τῇ ἀμηχανίᾳ του ἀνέβαλλε. Τέλος ὑπεσχέθη ὅτι θ᾽ ἀπεφάσιζε νὰ ἐκλέξῃ ἕνα, ἅμα θὰ ἐγύριζε, σὺν Θεῷ, ἀπὸ τὸ ταξίδι. Δὲν ἦσαν πλέον οἱ μυθολογικοὶ χρόνοι. Ἀγῶνα καὶ ἆθλον δὲν ἠδύνατο νὰ προβάλῃ εἰς τοὺς μνήστορας, καὶ νὰ δώσῃ τὴν κόρην γέρας εἰς τὸν νικητήν. Ἀλλ᾽ ὑπῆρχον ἀγῶνες καὶ ἆθλοι βιοτικοί, καὶ ὁ πλέον προκομμένος, ὅστις θὰ ἐνίκα τοὺς ἄλλους εἰς τὸ στάδιον τοῦ βίου, ἐκεῖνος θὰ ἦτο ὁ ἐκλεκτὸς γαμβρός.

* * *

Ἐκάθητο ἡ κόρη καὶ ηὔχετο νὰ γυρίσῃ γρήγορα ὁ πατήρ της, καὶ εἶχε πίστιν καὶ ἐλπίδα εἰς τὴν καρδίαν της, καὶ ἐκοπίαζε καὶ ἐκέντα τὰ προικιά της. Ἀντικρύ, εἰς μίαν οἰκίαν, μακράν, εἰς ἀπόστασιν μιλίου ἴσως, ἦτον ἕνα μπαλκόνι. Ὑπῆρχον πολλὰ μπαλκόνια ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, τριγύρω καὶ παντοῦ, ἀλλὰ τὸ μπαλκονάκι ἐκεῖνο ἐφείλκυε τῆς Σειραϊνῶς τὰ βλέμματα.

Προσήλου ἡ κόρη τὸ ὄμμα ἐκεῖ, ἐπιμόνως καὶ ἀποκλειστικῶς. Ἦτο περὶ τὰ τέλη Φεβρουαρίου, Παρασκευὴ ἡμέρα, τῆς Καθαρᾶς Ἑβδομάδος, παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου. Ἀρχαὶ τῆς ἀνοίξεως, ἥλιος, Θεοῦ χαρά. Ἔξω εἰς τὸ μπαλκονάκι ἐκεῖνο ἐκάθητο ἓν πρόσωπον, καὶ ἔκυπτεν ἐπὶ τῶν γονάτων του, καθὼς ἔκυπτεν ἡ Σειραϊνώ, καὶ κάτι εἶχεν ἐπὶ τῆς ποδιᾶς του, καθὼς αὐτὴ εἶχε τὸ κέντημά της.

Δὲν ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ τίποτε. Ἦτο τόσον μακράν! Ἀλλ᾽ ἐφαίνετο νὰ ἔχῃ πολὺ ἐνδιαφέρον, μεγάλην ἐπιθυμίαν. Ἂς εἶχεν ὄμματα ἀετίνας, ἂς ἠμποροῦσε νὰ ἰδῇ καθαρὰ εἰς τόσην ἀπόστασιν!

Πλὴν δὲν ἦτο ἀετίνα. Ἦτο λευκὴ περιστερά, ἄχολος… καὶ ὅμως εἶχε καὶ αὐτὴ τοὺς πόθους, τὰς ἀδυναμίας καὶ τὴν περιέργειαν τῆς Εὔας.

Ἔβλεπεν, ἔβλεπεν. Ἀλλὰ δὲν διέκρινε τίποτε. Ἔτεινε τὰς κόρας τῶν ὀφθαλμῶν. Εἰς μάτην, δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἴδῃ.

Μία, ὄχι πικρία ἀλλ᾽ ὀξινίλα, ἐφάνη εἰς τὰ χείλη της. Πῶς νὰ κάμῃ διὰ νὰ μπορέσῃ νὰ ἰδῇ!

Αἴφνης ἐσηκώθη, ἄφησε τὸ κέντημά της ἐπὶ τοῦ καναπέ. Ἔτρεξεν εἰς ἓν ἔπιπλον, τὸ ἤνοιξεν, ἔψαξεν εἰς τὸ βάθος, καὶ ἐξήγαγε πρᾶγμά τι μακρόν, κυλινδροειδές, ὀγκῶδες, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο ἐκ μαύρου χαρτονίου. Ἀφῄρεσε τὸ κάλυμμα, καὶ ἀνέσυρεν ἀπὸ μέσα δεύτερον κύλινδρον, μετάλλινον τοῦτον. Τὸν ἔλαβε, διευθέτησεν ὅλον τὸν σκελετόν, τὸν ἐξέσυρε καὶ ἐπλησίασε τὸ ἄκρον εἰς τὸ ὄμμα της, καὶ ἐγύρισε τὸ στόμιον, τὸ ἄλλο ἄκρον, κατὰ τὸ μπαλκονάκι, τὸ ἀντικρινὸν ἐκεῖνο.

Ἦτο τὸ παλαιὸν ὀκιάλι, τὸ ναυτικὸν τηλεσκόπιον τοῦ πατρός της. Τὸ εἶχεν ἀντικαταστήσει, φαίνεται, διὰ νεωτέρου ὁ καπετὰν Γιωργὴς καὶ διὰ τοῦτο τὸ παλαιὸν τὸ εἶχεν ἀφήσει εἰς τὸ σπίτι.

Ἡ νεᾶνις τὸ ἐκράτησε σιμὰ εἰς τὸ ὄμμα της ἐπὶ μακρὸν καὶ ἔβλεπεν, ἔβλεπεν ἀχόρταγα.

* * *

Δὲν ἦτο ἀνήρ, ὄχι, τὸ ὑποκείμενον τῆς τόσης μερίμνης της. Ἦτο γυνή, ἢ μᾶλλον κόρη, ὡς αὐτή. Ἦτο τὸ Μαλαμὼ τοῦ παπα-Γιαννάκη. Ἡ ἀντίζηλός της εἰς τὸ χωρίον.

Ἀντίζηλός της εἰς τὰ κεντήματα, εἰς τὰ προικιά, εἰς τὴν ἀρχοντιάν. Ἐφημίζετο ὡς πολὺ εὐφυὴς καὶ ἐφευρετικὴ εἰς τὰ κεντήματα. Ἐν ὥρᾳ γάμου κ᾽ ἐκείνη, καθὼς αὐτή, δὲν ἔπαυε καθημερινῶς νὰ ἑτοιμάζῃ τὰ προικιά της.

Ἕως τώρα, παραδεδεγμένα κεντήματα διὰ τὰς κόρας ὅλου τοῦ χωρίου ἦσαν οἱ κλάρες, τὰ λουλούδια, τὰ πουλάκια, τὰ ρόιδα, τ᾽ ἀστεράκια, τὸ φεγγάρι καὶ ὁ ἥλιος.

Ἀλλὰ πῶς νὰ φθάσῃ τις ν᾽ ἀνέλθῃ εἰς τὸ ἰδεῶδες τῶν παραμυθιῶν; Πῶς νὰ ζωγραφήσῃ κεντητὰ «τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾽ ἄστρα, τὴ γῆς μὲ τὰ λούλουδα, τὴ θάλασσα μὲ τὰ καράβια»;

Ἐσχάτως εἶχε διαδοθῆ ὅτι τὸ Μαλαμὼ τοῦ παπα-Γιαννάκη ἔβαινε πρὸς τὸ ἰδεῶδες τοῦτο, καὶ ἂν δὲν ἠμποροῦσε νὰ κεντᾷ ὅλον τὸν οὐρανόν, τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν, μὲ ὅλα τὰ ἄστρα, τὰ λούλουδα καὶ τὰ καράβια, κατώρθωσε τοὐλάχιστον νὰ κεντήσῃ γωνίαν οὐρανοῦ μὲ ἄστρα, γωνίαν γῆς μὲ λούλουδα, καὶ γωνίαν θαλάσσης μὲ ὀλίγα καράβια.

Ἂς ἦτο καὶ τόση μόνον γωνία οὐρανοῦ, ὅσην ἀνατείνουσα αὐτὴ τὸ ὄμμα ἐθεώρει ἀπὸ τὸ μπαλκονάκι της, τόση γωνία γῆς, ὅση κατήρχετο εἰς τὸν κρημνὸν κάτω ἀπὸ τὸ σπιτάκι της, καὶ τόση γωνία θαλάσσης, ὅσην περιέκλειε τὸ μικρὸν λιμανάκι, μὲ τὰ δύο ἢ τρία καραβάκια του, μὲ τὰς τέσσαρας βρατσέρας, τὰ τρία κότερα καὶ τὴν εἰκοσάδα τῶν λέμβων τῶν ἁλιευτικῶν.

Τὸ κατόρθωμα ἦτο μέγα. Καὶ τὸ Σειραϊνώ, ἡ λευκὴ ἄσπιλος περιστερά, ἔτεινε τὸ ὄμμα, ἔτεινε τὸ ὀπτικὸν ὄργανον τοῦ θαλασσινοῦ πατρός της διὰ νὰ ἰδῇ, ὅπως ἐφαντάζετο, τί ἐκέντα ἡ Μαλαμώ, καὶ δὲν ἡσύχαζεν ἐὰν δὲν εὕρισκε τρόπον ν᾽ ἀντιγράψῃ ἢ νὰ κλέψῃ τὸ κέντημα τῆς ἀντιζήλου της.

* * *

Αἴφνης ἀφῆκε βραχεῖαν κραυγὴν χαρᾶς. Ἦτο καὶ αὐτὴ Εὔα.

Δὲν ἠμποροῦσε νὰ διακρίνῃ, μὲ ὅλον τὸ παλαιὸν ὀκιάλι τοῦ πατρός της, τίποτε εὐκρινὲς ἀπὸ τὸ κέντημα τὸ ὁποῖον ὑπέθετεν, ἢ μᾶλλον ἦτο βεβαία, ὅτι εἶχε τὸ Μαλαμὼ εἰς τὴν ποδιάν της, ἀλλ᾽ ἠμπόρεσε νὰ διακρίνῃ, καίτοι ἀμυδρῶς καὶ συγκεχυμένως, τὸ πρόσωπον καὶ τοὺς χαρακτῆρας τῆς Μαλαμῶς.

Δὲν τὴν εἶχεν ἰδεῖ ἀπὸ ὀκταετίας, ὅταν ἦσαν ἀκόμη μαθήτριαι, καὶ ἀντεφέροντο εἰς τὸ σχολεῖον. Κ᾽ ἐμάλωναν καθημερινῶς, ὡς ἦτο ἑπόμενον. Ἀντίζηλοι ἐξ ἀντιζήλων, ὄχι μόνον κατὰ τὰς ἀξιώσεις τῆς εὐγενείας καὶ ἀρχοντιᾶς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ συνοικίας καὶ ἐνορίας ἀντιζήλους.

Ἦσαν τότε καὶ αἱ δύο ἀσχημοκόριτσα ἰσχνὰ καὶ ἀναιμικά, καὶ δὲν ἠδύνατο κοινὸν βλέμμα νὰ διακρίνῃ κατὰ πόσον ἔμελλε νὰ ξετρίψῃ ὕστερον τὸ Μαλαμώ, καὶ κατὰ πόσον ἔμελλε νὰ ξασπρίσῃ τὸ Σειραϊνώ.

Ἔκτοτε ἐμεγάλωσαν. Ἐκλείσθησαν. Ἐμανδαλώθησαν, κατὰ τὰ ἔθιμα τοῦ τόπου. Δὲν ἔβγαιναν πλέον ἀπὸ τὸ σπίτι, εἰμὴ πέντε φορὰς τὸν χρόνον: Τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, ἅμα ἐνύχτωνε, διὰ νὰ ἀσπασθῶσι τὸν Ἐπιτάφιον κρυφὰ εἰς τὴν μοναξίαν τοῦ ναοῦ, καὶ εἰς τὸ λυκόφως τῶν κανδηλῶν καὶ κηρίων, ἓν Σάββατον τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ τρεῖς καθημερινὰς ἑκάστης τῶν ἄλλων Σαρακοστῶν, διὰ νὰ πάγουν νὰ μεταλάβουν κρυφὰ εἰς ἐξωκκλήσιον.

Καὶ τώρα, διὰ πρώτην φοράν, μετὰ ὀκτὼ χρόνους, τὴν ἔβλεπεν ἀμυδρῶς μὲ τὸ ὀκιάλι τοῦ πατρός της. Καὶ εἶδεν ὅτι δὲν ἦτο ὡραία. Καὶ ᾐσθάνθη ἀκουσίως χαράν.

Εἶτα εὐθύς, τὴν ἔτυψεν ἡ συνείδησις διατί νὰ χαίρῃ, καὶ μέσα της βαθιὰ ἐλυπήθη διὰ τὴν χαρὰν ὁποὺ ᾐσθάνθη. Καὶ πάλιν εὐθύς, μέσα, βαθύτερα εἰς τὴν συνείδησίν της, ἐχάρη διὰ τὴν λύπην ὁποὺ ᾐσθάνετο.

«Καὶ ἐκάλεσεν Ἀδὰμ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Ζωή, ὅτι αὐτὴ μήτηρ πάντων τῶν ζώντων». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθὴς ζωή.

* * *

Ἐκράτει ἀκόμη τὸ ὀκιάλι εἰς τὴν χεῖρα τὸ Σειραϊνώ, ὅταν αἴφνης, σιγὰ-σιγὰ πατοῦσα ξυπόλυτη, ἀφήσασα τὰς ἐμβάδας της εἰς τὸ ἔμβα τῆς οἰκίας, εἰσῆλθεν εἰς τὴν κάμαρα τὴν καλὴ ἡ θεια-Ζήσαινα.

― Πῆγα πλιό, παιδάκι μ᾽… τί κόσμους, τί κουσμάκης, μαθές… Πῆρα δυὸ κόλλυβα… παπα-Νικόλας μ᾽ τά ᾽δωσε πλιό… Κείνους Δημητρός!… Τί καυγάς, τί πόλεμους, παιδάκι μ᾽! Δὲν ἀφήν᾽νε τοὺν κουσμάκη νὰ πάρ᾽ δυὸ κόλλυβα, παιδάκι μ᾽, πλιό. Τά, τί λογᾶτε*; Νά κὶ τοὐλόου σ᾽ δυό, Σειραϊνάκι μ᾽, πλιό. Τὰ πῆρα γιὰ τ᾽ Γιαννούλα μ᾽, γιὰ νὰ διῇ, πλιό, τοὺ σαστικό* τς στοὺν ὕπνου τς, πότε θὰ ᾽ρθῇ… Παπανικόλας μ᾽ τά ᾽δωσε. Τούνε βλέπ᾽νε στοὺν ὕπνου τς, ἀκοῦς, κὶ τοὺ Γηρακὼ τοὺ Μπαλάκι, κὶ τοὺ Μιλαχρὼ τοὺ Σακαράκι, τοὺν εἶδιαν, ἀκοῦς… οὑλουφάνερα, τ᾽ ἀκοῦς. Ἅις-Θόδωρας κάνει τοὺ θᾶμα… «Ἅι μ᾽ Θόδωρε καλέ, κὶ καλὲ κὶ ταπεινέ…»

Θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἐξακολουθήσῃ οὕτω ἐπ᾽ ἄπειρον ἡ θεια-Ζήσαινα, χωρὶς νὰ ἠμπορῇ κάθε ἄλλος νὰ τὴν ἐννοήσῃ. Εὐτυχῶς ἡ Σειραϊνὼ ἐγνώριζε πολὺ καλὰ τὴν γλῶσσάν της καὶ ἐμάντευσεν ἀμέσως περὶ τίνος ἐπρόκειτο.


Ἦτο Παρασκευὴ τῆς Α´ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, ἡ προτεραία τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου. Τὴν πρωίαν ἐκείνην, εἰς τὴν λειτουργίαν τῶν Προηγιασμένων, προσεφέρετο ἀφθονία κολλύβων εἰς τοὺς ναούς.

Τὰ προσφερόμενα κόλλυβα ἦσαν ὄχι μόνον «πεθαμένα κόλλυβα», εἰς μνήμην τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ καὶ ἑορτάσιμα κόλλυβα, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου. Ψυχοσάββατον δὲν εἶναι ἡ ἡμέρα, ἀλλὰ μόνον Σάββατον σαρακοστιανόν, καθ᾽ ὅλα δὲ τὰ Σάββατα ἐν γένει γίνονται μνεῖαι τῶν νεκρῶν μετὰ κολλύβων. Προσέτι, δὲν εἶναι μνήμη «τῶν Ἁγίων Θεοδώρων», ἀλλὰ μόνον τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, καὶ ὄχι πάλιν ἡ μνήμη αὐτοῦ, ἥτις τελεῖται κατὰ τὴν 17 Φεβρουαρίου, ὅπως ἡ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου τῇ 8 τοῦ αὐτοῦ, ἀλλὰ μόνον «Ἀνάμνησις τοῦ διὰ κολλύβων γενομένου θαύματος παρὰ τοῦ Ἁγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος», ὅτε ὁ ἀσεβὴς τύραννος Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ἠθέλησε νὰ μολύνῃ τοὺς χριστιανούς, κατὰ τὴν πρώτην ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, διὰ τῶν εἰδωλοθύτων, ἐμφανισθεὶς δὲ ὁ Ἅγιος εἰς τὸν ἐπίσκοπον παρήγγειλε νὰ δώσῃ κόλλυβα εἰς τοὺς πιστοὺς νὰ φάγουν, ἐξηγήσας ἅμα τί εἶναι τὰ κόλλυβα.

Εἰς τὰς μνήμας ὅλων τῶν Ἁγίων προσφέρονται κόλλυβα τιμητικά, ἑορτάσιμα, ἐξαιρέτως δὲ κατὰ τὴν ἑορτὴν ταύτην τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, εἰς ἀνάμνησιν τοῦ θαύματος. Τὰ κόλλυβα δὲ ταῦτα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου εἶχον καὶ θαυματουργὸν ἰδιότητα διὰ τὰς κόρας τοῦ λαοῦ.

Ἐὰν εἶχε πίστιν εἰς τὸν Θεόν, καὶ εὐλάβειαν εἰς τὸν Ἅγιον, ἤρκει πᾶσα κόρη νὰ λάβῃ μίαν δράκα ἐξ αὐτῶν τῶν ἁγίων κολλύβων, καὶ τὴν νύκτα τῆς Παρασκευῆς πρὸς τὸ Σάββατον, νὰ τὰ βάλῃ ὑποκάτω εἰς τὸ προσκέφαλόν της, διὰ νὰ ἴδῃ καθ᾽ ὕπνον ὁλοφάνερα τὸν μέλλοντα εὐτυχῆ σύζυγόν της.

Ἐβασίζετο ἡ δοξασία ἐπὶ τῆς παραδόσεως… Ὁ ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ἐθεωρεῖτο ἀνέκαθεν ὡς ὁ εὑρετὴς τῶν ἀπολωλότων καὶ ὁ ἀποκαλυπτὴς τῶν κρυφίων. Διηγοῦνται τὰ συναξάρια πῶς εἷς ἄρχων εἶχε χάσει τὸν δοῦλόν του, πῶς προσῆλθεν ἱκετεύων εἰς τὸν ναὸν τοῦ Μάρτυρος, ὁ δὲ Ἅγιος συνέβη νὰ λείπῃ τὴν νύκτα ἐκείνην, διότι εἶχεν ὑπάγει, μεθ᾽ ὅλων τῶν ταγμάτων τῶν Ἀθλοφόρων, εἰς προϋπάντησιν τῆς ψυχῆς τοῦ ὁσίου Ἰωσὴφ τοῦ ὑμνογράφου (οὗτος εἶναι ὁ ποιητὴς τοῦ κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας ἠχοῦντος ἐν τοῖς ναοῖς «Χριστοῦ βίβλον ἔμψυχον»), ἐξ εὐγνωμοσύνης, διότι εἶχε τιμήσει δι᾽ ὕμνων καὶ ἐγκωμίων ὅλους τοὺς Μάρτυρας· πῶς τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπέστρεψεν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, καὶ ἀφοῦ ἐξήγησε τὸν λόγον τῆς ἀπουσίας του καὶ τῆς βραδύτητος, ἀπεκάλυψεν εἰς τὸν αἰτοῦντα ποῦ εὑρίσκετο ὁ ἐξαφανισθεὶς δοῦλος.

* * *

Ἡ θεια-Ζήσαινα εἶχεν ὑπάγει τὸ πρωὶ ἐκεῖνο, σύνταχα, εἰς τὸν ναὸν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Μετὰ τὸν Ὄρθρον καὶ τὰς Ὥρας, ἤρχισεν ἡ θεία λειτουργία τῶν Προηγιασμένων. Εἰς τὴν ἀπόλυσιν ἐψάλη τὸ τροπάριον καὶ τὸ κοντάκιον τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, καὶ τὸ «Τῇ πρεσβείᾳ Κύριε», ὁ δὲ ἱερεὺς ἐλθὼν εἰς τὸ προσκυνητάριον μετὰ θυμιατοῦ ἤρχισε νὰ ἀπαγγέλλῃ τὴν ὡραίαν καὶ μεγαλοπρεπῆ εὐχὴν τῶν ἑορτασίμων κολλύβων·

«Ὁ πάντα τελεσφορήσας τῷ λόγῳ σου, Κύριε, καὶ κελεύσας τῇ γῇ παντοδαποὺς ἐκφύειν καρποὺς εἰς ἀπόλαυσιν καὶ τροφὴν ἡμετέραν, ὁ τοῖς σπέρμασι τοὺς Τρεῖς Παῖδας καὶ Δανιὴλ τῶν ἐν Βαβυλῶνι ἁβροδιαίτων λαμπροτέρους ἀναδείξας, αὐτός, πανάγαθε Βασιλεῦ, καὶ τὰ σπέρματα ταῦτα σὺν τοῖς διαφόροις καρποῖς εὐλόγησον, καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν μεταλαμβάνοντας πιστοὺς δούλους σου ἁγίασον· ὅτι εἰς δόξαν σήν, Κύριε, καὶ εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, ταῦτα προετέθησαν παρὰ τῶν σῶν δούλων, καὶ εἰς μνημόσυνον τῶν ἐν εὐσεβείᾳ καὶ πίστει τελειωθέντων».

Ἀπήγγελλεν ἀκόμη ὁ παπα-Ζαχαρίας τὴν εὐχήν, καὶ δὲν εἶχεν ἀρχίσει ἀκόμη τὸ «Μετὰ πνευμάτων δικαίων», διὰ νὰ διαβασθοῦν καὶ τὰ ἄλλα κόλλυβα, τὰ νεκρώσιμα, τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο ὁλόγυρα, ὑπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, δεξιά, ἐπὶ τῶν βαθμίδων τοῦ τέμπλου, καὶ τὰ ξυπόλυτα παιδιὰ τοῦ δρόμου, καὶ τὰ ἀχτένιστα καὶ ἄνιφτα φτωχοκόριτσα τῆς ἐνορίας εἶχον συσπειρωθῆ τριγύρω εἰς τὰς βαθμίδας, καὶ ἐθορύβουν, καὶ ᾐσθάνοντο ἀκάθεκτον ὁρμὴν ν᾽ ἁρπάσωσι κόλλυβα. Μίαν ζεμπίλαν ἀρκετὰ μεγάλην ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ὁ κὺρ Προκόπης, ὁ ἐπίτροπος, καὶ ἄλλην τεραστίαν ζεμπίλαν ὁ μπαρμπα-Δημητρός, πρώην ἐπίτροπος, νῦν νεωκόρος, ὅστις ἐφώναζε κ᾽ ἐχειρονόμει, προσπαθῶν νὰ κατασιγάσῃ τὸ ἀπειθάρχητον καὶ ἀχαλίνωτον στῖφος τῶν παιδίων.

―Ἥσυχα, βρὲ παιδιά, ἐψιθύριζε μαλακὰ ὁ κὺρ Προκόπης. Ὅλοι θὰ πάρετε.

― Θὰ ἡσυχάσετε, βρὲ σεῖς, κλῆρες*; ἔκραζεν ὁ μπαρμπα-Δημητρός. Θὰ σπάσετε τὰ ξένα πιᾶτα, κακὸ χρονἄχετε! Μὴ χύνετε τὰ κόλλυβα κάτω, φωτιὰ νὰ σᾶς κάψῃ!… Ἥσυχα… σταθῆτε… δὲ θὰ πάρῃ κανένας ἐδῶ… Θὰ κάμετε τὶς πλάκες τῆς ἐκκλησιᾶς σὰν τὰ μοῦτρά σας… βρέ, πανοῦκλες! ὄξου! ὄξου!

―Ὄξου! ἔκραξε κι ὁ κὺρ Προκόπης ὁ ἐπίτροπος· ὄξου θὰ μοιρασθοῦν.

Ὁ μπαρμπα-Δημητρὸς ἔκυπτεν ἐν ἀγωνίᾳ, κ᾽ ἐπάσχιζε ν᾽ ἀδειάσῃ τὰ πιᾶτα δύο-δύο εἰς τὴν ζεμπίλαν, καὶ οἱ πανοῦκλες ἔπεφταν μὲ τὰ μοῦτρα κι ἅρπαζαν μὲ τὲς φοῦχτές των, κ᾽ ἐγέμιζαν τοὺς κόλπους τῶν ὑποκαμίσων των, προέχοντας ὡς πανιὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἄνεμος φουσκώνει.

― Κακὸ μπουρίνι αὐτό, μπαρμπα-Δημητρό, εἶπεν ὁ Γιάννης ὁ Ντάτσος, κύψας καὶ αὐτὸς ν᾽ ἁρπάσῃ μίαν φούχταν κόλλυβα ἀπὸ τὴν μεγάλην ζεμπίλαν.

― Μπουρίνι, καλὰ λές, Γιάννη, εἶπεν ὁ γερο-Δημητρός, συλλαβὼν τὴν χεῖρα τοῦ Γιάννη, καὶ πιέζων αὐτὴν σφιχτὰ μέσα εἰς τὴν ζεμπίλαν, διὰ ν᾽ ἀφήσῃ τὰ κόλλυβα. Καλὰ τὸ παρωμοίασες. Σὰν τὴ βάρκα ποὺ θὰ πέσῃ μέσα ἀέρας δυνατός, καὶ σαστίζει κανείς, τὴ σκότα νὰ μαζέψῃ, τὸ τιμόνι νὰ μαντζαριστῇ* ἢ τὸ κουπὶ νὰ δουλέψῃ.

Κ᾽ ἐνῷ ἠγωνίζετο ν᾽ ἀποκρούσῃ τὴν ἔφοδον τοῦ Γιάννη, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὰ παλιόπαιδα καὶ τὰ φτωχοκόριτσα ἅρπαζαν ὁλόκληρα πιᾶτα κ᾽ ἐγέμιζαν τοὺς κόλπους των ἢ τὰς ποδιάς των.

―Ὄξου! ὄξου! ἐφώναξε πάλιν ὁ κὺρ Προκόπης, συλλαβὼν δύο μάγκας ἀπὸ τὸ αὐτί.

Ὠφεληθεὶς ἀπὸ τὸν ἀντιπερισπασμόν, ὁ Ἀποστόλης ὁ Κακόμης, τοῦ ἥρπασεν ἀπὸ τὴν χεῖρα τὸ δεύτερον ζεμπίλι, τὸ μικρότερον, τάχα διὰ νὰ τὸν ξαλαφρώσῃ.

―Ἐγὼ τὰ μοιράζω, κὺρ Προκόπη, ἔκραξεν, ἐγώ· ἡσύχασε τουλόγου σου.

* * *

Τριγύρω εἰς τὸ προσκυνητάρι, ἀφοῦ ἐτελείωσεν ἡ εὐχὴ τῶν κολλύβων τῶν πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου, οἱ παπάδες ἔδωκαν ἀπὸ μίαν φούχταν κόλλυβα εἰς πολλὲς ἐνορίτισσες, ὁποὺ ἔκαμναν καρτέρι ἐκεῖ, θέλουσαι νὰ λάβωσι κόλλυβα κατ᾽ ἀπαίτησιν τῶν θυγατέρων των ἢ τῶν νεανίδων ἀδελφῶν των, ὅσαι ἐπεθύμουν νὰ ἴδωσι τὴν μοῖράν των διὰ τῆς θαυματουργοῦ δυνάμεως τῶν κολλύβων. Ἔτρεξαν ἐκεῖ καὶ μάγκες καὶ παλιοκόριτσα, ἀλλ᾽ ὁ παπα-Νικόλας, ἀφοῦ ἔδωκεν ἀνὰ ἓν ἁπλόχερον εἰς ὅσας ἐπρόφθασαν καὶ ἐκενώθη ἡ μία σουπιέρα, ἔλαβε τὴν ἄλλην σουπιέραν καὶ τὴν ἀπεκόμισεν εἰς τὸ ἱερὸν βῆμα, μὲ σκοπὸν νὰ στείλῃ κατ᾽ οἴκους καὶ εἰς ἄλλας ἐνορίτιδας.

Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ τεραστία ζεμπίλα, διὰ χειρῶν τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ, μετὰ πολλοὺς ὠθισμοὺς καὶ ἑλκυσμούς, ἔφθασεν αἰσίως ἔξω εἰς τὴν ὑψηλὴν πεζούλαν τοῦ νάρθηκος, ὅπου ὁ ὁρμαθὸς τῶν παιδίων ἐκρεμάσθη τριγύρω εἰς τὴν βράκαν τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ, ἐνῷ ἡ ἄλλη, ἡ μικρὴ ζεμπίλα τοῦ Κακόμη, εἶχε ναυαγήσει εἰς τὸν μισὸν δρόμον καὶ διεσπάρησαν τὰ κόλλυβα ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ εἰς τὰ μάρμαρα καὶ εἰς τὸ ἔδαφος τῆς γῆς, κ᾽ ἔπεφταν μὲ τὰ μοῦτρα τὰ παιδιά, ἐν ἀλαλαγμῷ καὶ τὰ ἅρπαζαν. Μία πρώιμη κλῶσσα μὲ τὰ πουλάκια της καὶ ἄλλαι παχεῖαι ὄρνιθες, ἡμίσεια δωδεκάς (ὅλαι αἱ ὄρνιθες τῆς γειτονιᾶς ἦσαν παχεῖαι, χάρις εἰς τὰ κόλλυβα), ἔτρεξαν κ᾽ ἔπεσαν εἰς τὰ κόλλυβα, ἔψαχναν, ἔφευγαν, μὲ φόβον καὶ μὲ ἀποκοτιάν, κ᾽ ἐγύριζαν, κ᾽ ἔτρωγαν μὲ κλωγμοὺς καὶ κικκαβισμοὺς δυσπίστους.

Καὶ τὸ σμῆνος τῶν παιδίων γύρω εἰς τὴν βράκαν τοῦ Δημητροῦ ἐβόμβει κ᾽ ἔκαμνε φοβερὸν θόρυβον, καὶ δὲν ἔπαυε ν᾽ ἀκούεται ἡ κραυγή:

― Δῶ μ᾽ κ᾽ ἐμένα μπάρμπα!

― Κ᾽ ἐμένα μπάρμπα!

― Τώρα πῆρες ἐσύ!

―Ἐγὼ δὲν ἐπῆρα!

― Κ᾽ ἐγὼ δὲν ἐπῆρα!

Τὸ παιδίον ἐδείκνυεν ἀφελῶς τὰς χεῖράς του κενάς, πλὴν ὁ κόρφος ἐφούσκωνε· καὶ τὸ ἄλλο παιδίον, μὲ τὸ στόμα πλῆρες, ἔκαμνεν ὅρκον ὅτι δὲν ἐπῆρε.

Πολλοὶ ἄνδρες, ἐξελθόντες ἀπὸ τὰ μαγαζεῖα, πτωχαὶ γυναῖκες, βαστοῦσαι νήπια εἰς τὰς ὠλένας, ἦλθον, κ᾽ ἔτεινον τὰς χεῖρας διὰ τὰ κόλλυβα.

Κ᾽ ἔλεγον:

― Θεὸς σχωρέσ᾽! Θεὸς σχωρέσῃ!

― Δῶ μ᾽ κ᾽ ἐμένα, μπάρμπα.

―Ἐγὼ δὲν ἐπῆρα!

― Μά τὸ ναὶ καὶ μά τὸ ὄ;

― Μά τὸ ψέμα π᾽ σὲ γελῶ.

Τὸ νέφος τῶν παιδίων ἔβρεμεν ἀκόμη γύρω εἰς τὴν ζεμπίλαν τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ, ὅταν ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸν ναὸν ἡ θεια-Ζήσαινα, διὰ νὰ ζητήσῃ καὶ αὐτὴ ὀλίγα κόλλυβα πεθαμένα, διὰ νὰ σχωρέσῃ. Ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τῆς εἶχε δώσει, ἀπὸ τὰ κόλλυβα τὰ πανηγυρικά, ὁ παπα-Νικόλας, τὰ εἶχε δέσει καλὰ εἰς τὴν μίαν ἄκρην τῆς μεγάλης μανδήλας της. Εἶτα εἶχεν ὑπάγει πρὸς τὸ μέρος τοῦ τέμπλου, κ᾽ ἐκεῖ εὑρέθη μία φίλη της κρατοῦσα ἓν πιᾶτον μισογεμᾶτον κόλλυβα. Τῆς ἔδωκε κ᾽ ἐκείνη μίαν φούχταν.

Τὰ κόλλυβα ταῦτα ἡ θεια-Ζήσαινα τὰ ἐξέλαβεν ἐπίσης ὡς ἅγια, ὄχι ὡς νεκρώσιμα, καὶ ἠθέλησε νὰ τὰ δέσῃ εἰς τὴν ἰδίαν ἄκρην τῆς μανδήλας της, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα. Τότε ἡ γυνὴ τῆς λέγει ὅτι ἦσαν πεθαμένα τὰ κόλλυβα αὐτὰ καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ βάλῃ μαζὶ ἅγια καὶ πεθαμένα, διότι τότε ἐκείνη ἡ κόρη, ὁποὺ θὰ τὰ ἔβαλλεν εἰς τὸ προσκέφαλόν της, διὰ νὰ ἰδῇ τὴν μοῖράν της, θὰ ἔβλεπεν εἰς τὸ ὄνειρόν της μόνον ἀποθαμένα πρόσωπα, ἀντὶ νὰ ἰδῇ τὸν πολυπόθητον μέλλοντα ἀρραβωνιαστικόν.

Ἡ θεια-Ζήσαινα τὰ εἶχεν ἐκλάβει ὡς ἅγια, διότι ἦσαν μὲ ἀρτυμὴν παρεσκευασμένα, δηλαδὴ μὲ μεῖγμα μέλιτος καὶ σεμιγδάλεως. Διότι μόνον τὰ ἑορτάσιμα κόλλυβα παρασκευάζονται κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον. Τὰ νεκρώσιμα εἶναι καθαρὸν βρασμένον σιτάρι, στολισμένα μόνον μὲ ὀλίγους σταυροὺς ἀπὸ σταφίδας, μὲ κοφέτα ἢ μὲ λοβιὰ ἀπὸ ρόδι, εἰς τὴν ἐπιφάνειαν. Κάποια ὅμως ξένη, λιμενάρχαινα ἴσως ἢ εἰρηνοδίκαινα, μὴ γνωρίζουσα τὸ γνήσιον ἔθιμον τοῦ τόπου, εἶχε κατασκευάσει μὲ τοιοῦτον ἄρτυμα τὰ νεκρώσιμα κόλλυβα, τὰ ὁποῖα εἶχε στείλει εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ ἐκ τῶν κολλύβων ἐκείνων τῆς ἔδωκεν τῆς θεια-Ζήσαινας ἡ πτωχὴ γυνή, ἥτις εἶχεν ἐπιφορτισθῆ ἀπὸ τὴν ξένην ἀρχόντισσαν τὸ κουβάλημα τῆς προσφορᾶς καὶ τῶν κολλύβων, καὶ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ πιάτου καὶ τοῦ προσοψίου εἰς τὴν οἰκίαν.

* * *

Λοιπὸν ἡ Ζήσαινα τὰ ἔδεσε χωριστά, τὰ κόλλυβα ταῦτα, εἰς ἄλλην ἄκρην τῆς μανδήλας της, λέγουσα ὅτι θὰ ἐφίλευε τὰ πτωχὰ ἐγγονάκια της, καὶ αὐτὴ ἐξῆλθεν εἰς τὸν πρόναον διὰ νὰ λάβῃ καὶ ὀλίγα ἄλλα ἁπλᾶ νεκρώσιμα κόλλυβα, διὰ νὰ φάγῃ καὶ νὰ εἴπῃ Θὲ-σχωρὲς καὶ αὐτή. Ὅταν ὅμως ἔφθασεν εἰς τὴν οἰκίαν της, καὶ ἠθέλησε νὰ δώσῃ τὰ ἅγια κόλλυβα εἰς τὴν ἀνύπανδρον κόρην της, διὰ νὰ ἰδῇ τὴν μοῖράν της αὕτη, εἶχε συγχύσει τοὺς δύο κόμβους, καὶ δὲν ἐγνώριζε πλέον ποῖον κομπόδεμα περιεῖχε τὰ ἅγια καὶ χαρμόσυνα κόλλυβα καὶ ποῖον τὰ πένθιμα καὶ πεθαμένα. Διότι καὶ τὰ δύο ἦσαν παρεσκευασμένα μὲ ἀρτυμήν.

Καὶ μισὴν ὥραν ὕστερον, ὅταν ἦλθε πρὸς τὴν Σειραϊνὼ (ἥτις ἦτο ὄχι ἁπλῶς γειτονοπούλα ἀλλ᾽ ἀρχοντοπούλα καὶ προστάτις δι᾽ αὐτήν), φέρουσα καὶ δι᾽ αὐτὴν ὀλίγους κόκκους, αὐθορμήτως, χωρὶς νὰ παρακληθῇ πρὸς τοῦτο, ἀλλ᾽ ἁπλῶς διὰ νὰ φανῇ ὑποχρεωτική, δὲν ἦτο πλέον βεβαία ἂν τὰ κόλλυβα τὰ ὁποῖα ἔδιδεν ἦσαν πράγματι ἅγια ἢ ἦσαν πεθαμένα.

Τὸ Σειραϊνὼ δὲν εἶχε φροντίσει διὰ κόλλυβα. Δὲν εἶχε τὴν τόλμην τῶν πολλῶν κορασίδων, διὰ νὰ περιεργάζεται καὶ νὰ πολυπραγμονῇ εἰς τὰ τοιαῦτα, πλήν, ἀφοῦ αὐθορμήτως τῆς ἔφεραν κόλλυβα, τὰ ἐδέχθη καὶ αὐτή.

Δὲν ἦτο ἱκανὴ νὰ κάμῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἤκουεν ὅτι ἔκαμναν ἄλλαι ὁμήλικές της, καὶ τὸ ὁποῖον πολὺ ὡμοίαζε μὲ μάγια, ἂς εἶχε καὶ εὐλαβείας ἐπίχρισμα. Νὰ ἐξέλθῃ διὰ νυκτὸς εἰς τὴν αὐλήν, κρατοῦσα μαυρομάνικον μαχαίριον, ν᾽ αὐλακώσῃ δι᾽ αὐτοῦ τὴν γῆν, νὰ σπείρῃ τὰ κόλλυβα, καὶ νὰ περιέλθῃ τρεῖς γύρες ψιθυρίζουσα:

Ἅι μ᾽ Θόδωρε καλέ,

κὶ καλὲ κὶ ταπεινέ,

ἀπ᾽ τὴν ἔρημο περνᾷς,

κὶ τὶς μοῖρες χαιρετᾷς.

Ἂν βρῇς κ᾽ ἐμὲ τὴ μοῖρά μου, νὰ μοῦ τὴν χαιρετίσῃς.

Ἀλλὰ θὰ ἐφήρμοζε τὴν ἁπλουστέραν μέθοδον. Θὰ ἔβαλλε τὰ κόλλυβα ὑποκάτω ἀπὸ τὸ προσκέφαλόν της, καὶ ἴσως ἔβλεπε κανὲν ὄνειρον.

Εἶδεν ὄνειρα.

* * *

Πρόσωπα, προσωπάκια πολλά, χλωμά, μικρούτσικα, μὲ σφαλιστὰ μάτια. Εἶδε κοράσια μικρά, ἀδελφάς της, ἐξαδέλφας της, θυγάτρια γειτονισσῶν, ὅλας ἀποθαμένας. Εἶδε στεφάνους ἀπὸ νεκρολούλουδα, στεφάνους παρθενικούς, μὲ θυμιάματα καὶ μὲ ἀκτῖνας. Καὶ ἕνα στεφάνι, τὸ στεφάνι τὸ ἰδικόν της, τῆς ἔφευγεν ἀπὸ τὴν κόμην τὴν καστανήν, καὶ ἀνέβαινε πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐν μέσῳ αἴγλης καὶ μαρμαρυγῆς καὶ δόξης ἀφάτου.

Τὰ κόλλυβα, τὰ ὁποῖα τῆς εἶχε δώσει ἡ Ζήσαινα, μὴ ἦσαν πεθαμένα;

Τέλος, εἶδε καὶ ἓν πρόσωπον ζωντανόν· ἕνα νέον, περὶ τοῦ ὁποίου εἶχεν ἐκφρασθῆ ἄλλοτε ὅτι θὰ τὸν ἐπροτίμα ὡς γαμβρὸν ὁ πατήρ της.

Εἶδε τὸ πρόσωπον τοῦτο, ἀλλ᾽ ὡσὰν εἰς ταξίδι, καὶ ὡς νὰ ἦσαν ἕτοιμοι πρὸς χωρισμόν. Αὐτὴ τάχα ἦτον ἕτοιμη νὰ φύγῃ, κ᾽ ἐκεῖνος ἔμενεν· ἔλεγεν ὅτι ἤθελε μείνει δι᾽ ὀλίγον καιρόν. Καὶ τῆς ἔδιδε μαζί της ὡς ἐφόδιον ἓν μαραμμένον καὶ φυλλορροοῦν γαρόφαλον ἀπὸ τὴν ἰδίαν γάστραν της. Καὶ αὐτὴ ἔγινε περίεργη νὰ μετρήσῃ τὰ μαραμμένα φύλλα του, καὶ τὰ εὗρε σαράντα.

* * *

Τὸν Ἰούνιον τοῦ ἐπιόντος ἔτους, ἐτελεῖτο ὁ γάμος τῆς Σειραϊνῶς μετὰ τοῦ νέου, τὸν ὁποῖον εἶχεν ἰδεῖ εἰς τὸν ὕπνον της.

Τὸν ἑπόμενον Ἰούλιον, μετὰ σαράντα ἀκριβῶς ἡμέρας, ἡ Σειραϊνώ, ἡ λευκὴ καὶ ἄχολος περιστερά, ἔφευγεν ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον, φθισικὴ καὶ μαραμμένη.

Τὰ κόλλυβα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τῆς εἶχαν ἀποκαλύψει διπλῆν τὴν μοῖράν της. Εἴθε ὁ νυμφικὸς στέφανος, τὸν ὁποῖον δὲν ἐπρόφθασε νὰ χαρῇ, εἴθε ὁ στέφανος ὁ παρθενικός, τὸν ὁποῖον τῆς ἠρνήθησαν ἐπὶ τῆς νεκρικῆς κλίνης οἱ ἄνθρωποι, νὰ τὴν στέφῃ διπλοῦς καὶ ἀμάραντος εἰς τὸν ἄλλον κόσμον."

(Ἐκδόσεις Δόμος, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τόμος γ)


***Βλ. περισσότερα για το έθιμο τούτο και εδώ: Ο Άγιος Θόδωρος και το φανέρωμα του γαμπρού

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

Ο άγιος παπα-Νικόλας ο Πλανάς, ο Παπαδιαμάντης, ο Μωραϊτίδης κι η Αθήνα τότε...

 "Ο παπα-Νικόλας ως μπήκε στη θαλπωρή της εκκλησίας έβγαλε τον μποξά του. Ύστερα πήρε κερί απ'το παγκάρι τ'άναψε κι αφού το κράτησε με τ'αριστερό χέρι, έκανε μετάνοιες και προσκύνησε όλες τις εικόνες. Κατόπι στάθηκε καταμεσίς του ναού και γυρίζοντας προς το εκκλησίασμα το ευλόγησε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και μπήκε στο Άγιο Βήμα. Εκεί φόρεσε πετραχήλι και φελόνι και ξαναβγήκε στην Ωραία Πύλη θυμιατίζοντας, ενώ μπροστά του έστεκε πάντοτε ο λαμπαδούχος καλόγερος. 

Η αγρυπνία είχε ξεκινήσει βέβαια από πιο νωρίς. Ο λαμπαδάριος Χριστοφίλης, ένας ψηλόλιγνος, καλοκάγαθος άνθρωπος, είχε χτυπήσει την καμπάνα. Και ύστερα άναψε τα καντήλια και έβαλε μπόλικο αρωματικό θυμίαμα στο θυμιατό καθοδηγούμενος από τον εκκλησιάρχη και τυπικάρη κυρ Αλέκο Παπαδιαμάντη.

Στο μεταξύ, ο παπα-Χρύσανθος με τη λευκή γενειάδα του, βοηθούμενος και από δυο-τρεις αγιορείτες μοναχούς άρχισε το Μικρό Εσπερινό. Κι ως τέλειωσε φάνηκε κι ο παπα-Νικόλας. [...]

Τότε στάθηκε καταμεσίς του Ιερού ο παπα-Νικόλας, και με την ήρεμη, απαλή φωνή του ξεκίνησε το Μεγάλο Εσπερινό. 

-"Ευλόγησον Δέσποτα... Δόξα τὴ ἁγία, καὶ ὁμοουσίω, καὶ ζωοποιῶ, καὶ ἀδιαιρέτω Τριάδι"... Ενώ ταυτόχρονα ο εκκλησιάρχης άρχισε να ψάλλει:

-"Δεῦτε, προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ..."

Από κείνη τη στιγμή και ύστερα ο Μέγας Εσπερινός με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και κατάνυξη προχωρούσε μαζί με την παγωμένη νύχτα έξω που σκέπαζε την κοιμισμένη Αθήνα. 

Αληθινή μυσταγωγία. Αίσθηση απόλυτης γαλήνης και έκστασης. Ένθεη προσήλωση του πλήθους στο κύλημα και τη ροή της αγρυπνίας. Έλεγες πως δεν βρισκόταν πάνω στη γη ο λειτουργός. Αλλά οι άγγελοι τον κρατούσαν ψηλά σε σύννεφα, πάνω απ'τις ανάσες και τα βλέμματα των ανθρώπων. 

Ξεχωριστά, τα μικρά παιδιά που υπηρετούσαν μέσα στο Ιερό έμεναν έκθαμπα, καθώς τούτο το θαυμαστό γεγονός το έβλεπαν με τα ίδια τα αθώα μάτια τους ως οπτασία και φαντασία! 

-Μάνα ο παπάς, ο παπα-Νικόλας πετάει, πετάει ψηλά, είπε ένα δεκάχρονο αγόρι.

Κι εκείνη για να ηρεμήσει το παιδί της, το καθησύχασε:

-Μη φοβάσαι, γιε μου, έτσι συμβαίνει σ'όλους τους παπάδες που λειτουργούν!

-Και τί κάνουν δηλαδή;

-Μιλούν με το Θεό!"

"Ως εδραιώθηκε στην Αθήνα ο κυρ Αλέκος Παπαδιαμάντης ευτύς και με τη βοήθεια του ξαδέλφου του Μωραϊτίδη βρέθηκε σε παρέες συμποτικών φίλων που σύχναζαν στα ταβερνάκια και μπακάλικα τα διάσπαρτα τότε μέσα στα στενοσόκακα της Πλάκας, του Ψυρρή, του Μεταξουργείου και στις άλλες φτωχογειτονιές της Αθήνας. [...]

Καθώς η κουβέντα κυλούσε έπιναν του καλού καιρού το κρασάκι τους. Έκαναν τα πειράγματά τους και φλυαρούσαν. Μα ο κυρ Αλέκος σ'όλο αυτό το διάστημα δεν έβγαζε άχνα από το στόμα του! Σωπούσε κι έκανε τάχα πως χάζευε. Ήταν όμως ευχαριστημένος απ'το ωραίο κρασί, την απλότητα των ανθρώπων και την εγκαρδιότητά τους. [...]

-Αγρυπνίες, αγρυπνίες γίνονται εδώ στην Αθήνα; [...]

Απ'την πρώτη κιόλας αγρυπνία στον Άγιο Ελισσαίο ο κυρ Αλέκος σκλαβώθηκε στην κυριολεξία. Παράδωσε λες την ψυχή του αμαχητί σ'αυτό το απροσποίητο όραμα. Σ'εκείνην την ιεροψαλτική μυσταγωγική ατμόσφαιρα. Κι από τότε δεν έλεγε πια να ξεκολλήσει.

Στην αρχή ο Παπαδιαμάντης παραστεκόταν στο δεξιό αναλόγιο. Σε λίγο όμως ζήτησε και τον άφησαν να ψέλνει κανονικά. ... Και σιγά σιγά μπήκε στο χορό της ψαλτικής του Αγίου Ελισσαίου κι όλοι άκουγαν με κατάνυξη θρησκευτική τη χαρακτηριστική φωνή του. [...]

Η όλη όμως ψαλτική πανδαισία στις αγρυπνίες του Αγίου Ελισσαίου συμπληρωνόταν και με τη μαεστρία του αριστερού ψάλτη. Κι αυτός ήτανε ο άλλος Αλέξανδρος, ο Μωραϊτίδης ο οποίος ήταν εξίσου εκφραστικός και παραδοσιακός."

"Ο Παπαδιαμάντης όταν άρχισε να γράφει τις διηγήσεις του θυμόταν, αναπολούσε και νοσταλγούσε τους ταπεινούς ποιμένες του νησιού του. Έγραφε τη ζωή, την πολιτεία, τα βάσανα και την αγιοσύνη τους. Μα όταν βρισκόταν και συναναστρεφόταν τον παπα-Νικόλα έβλεπε και ζούσε την πραγματική ιστορία τους και στην Αθήνα στο πρόσωπο του παπα-Πλανά. Τον παρακολουθούσε ως μία μορφή ζωγραφισμένη πάνω στο τέμπλο της Εκκλησίας ως μια πανάρχαια φιγούρα που ερχόταν βαθιά, μέσα από τους χριστιανικούς αιώνες...

Έβλεπε ολοζώντανα την ενσάρκωση των όσων πίστευε για τον ορθόδοξο παπά. Κι ευτύς πρόσφερε την καρδιά του σε μια ολοκληρωτική, πνευματική υποταγή, σ'ένα πέρα, ως πέρα, αληθινό, γνήσιο ποιμένα.

"Ποιμένας στην κυριολεξία είναι κείνος που μπορεί να αναζητήσει και να θεραπεύσει τα απολωλότα λογικά πρόβατα με την ακακία του, το ζήλο του και την προσευχή του." (Ιωάννης της Κλίμακος)"

"Αλλά σάμπως παρόμοια δεν ήταν η εμφάνιση σε απλότητα και η κοσμική αδιαφορία του παπα-Νικόλα; Και πάντα φτωχός δεν παράμενε ένεκα που όλα τα πρόσφερνε στους συνανθρώπους του; 

Είχαν την ίδια ηλικία: Γεννήθηκαν και οι δυο στα 1851. Και ήταν η προέλευσή τους κοινή, νησιώτικη: Ο ένας απ'τη Σκιάθο κι ο άλλος απ'τη Νάξο. Έφερναν δηλαδή μέσα τους κι οι δυο τις ίδιες παραδοσιακές αξίες του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας σε μια Αθήνα χαμένη μέσα στην ξιπασιά, στην κακία και στη δαιμονική απάτη και κατάξερη από πολιτιστική παράδοση.

"Ο νεοπλουτισμός κι η κοινωνική προκοπή άρχισαν τότε ακριβώς να απαρνιώνται τη λαϊκή τους καταγωγή, να περιφρονούν τις λαϊκές αξίες, να εγκαταλείπουν το ύπαιθρο και να βολοδέρνουν μέσα στα ευρωπαϊκά ρεύματα χωρίς να μπορούν να αφομοιώσουν τίποτα και να προσανατολιστούν πουθενά." (Γ.Βαλέτας)"


"Πάνω από όλα ο παπα-Νικόλας ήταν πατέρας. Και το μόνο που του έφτανε ήταν τα δάκρυα, η συντριβή κι η μετάνοια. 

Συχνά έρχονταν να τον επισκεφτούν άνθρωποι δήθεν αξιοσέβαστοι κι εξωτερικά συντετριμμένοι!... Μα όταν έφευγαν ο παπα-Νικόλας φαινόταν λυπημένος. Και τότε τον ρωτούσε η νύφη του αν θα γίνουν καλά ή αν χυθεί βάλσαμο στην ψυχή του. Κι ο παπα-Νικόλας κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά, ψιθυρίζοντας:

-Δεν έχουν Μαριγούλα μου μερικοί άνθρωποι ψυχή! Δεν έχουν δάκρυα, τί να τους κάμω; Τί να τους κάμω;"...



*** Όλα τα αποσπάσματα κι οι εικόνες είναι από το βιβλίο του Δημήτρη Φερούση: "Ο παπακαλόγερος Νικόλας Πλανάς, ο Άγιος ποιμένας" (εκδόσεις Αποστολική Διακονία)

Σήμερα,  2 Μαρτίου γιορτάζουμε τη μνήμη του οσίου Νικολάου του Πλανά που ήρθε ορφανεμένο παιδί από την Νάξο για να καταστεί  Άγιος των Αθηνών...:

"Όσο περνούσε ο καιρός η ορφανεμένη από πατέρα φαμελιά της κυρα-Αυγουστίνας έβρισκε τον εαυτό της και το δρόμο της. Κανένας πανικός, καμία ανησυχία δεν θόλωνε τη γαλήνη του σπιτιού και την πίστη τους. [...] Ένα πλήθος νησιώτες από την Νάξο, εξάλλου, που είχαν εγκατασταθεί στου Ψυρρή, στο Γαλάτσι, στο Πολύγωνο και στην Πλάκα, έρχονταν συχνά στο σπίτι των Πλανάδων να τους κάνουν βίζιτα. Να μιλήσουν για το νησί, για τους ανθρώπους και τα πηγαινέλα τους. [...] 

Ο Νικόλας στο μεταξύ δε στεκόταν άπραγος. [...] Συνδιαλεγόταν με φωτισμένους κληρικούς, θεολόγους και μοναχούς. Και κέρδιζε καθημερινά σε γνώση και ωριμότητα. Συχνότερα όμως παρακολουθούσε εσπερινούς κι άλλες ακολουθίες, παίρνοντας μέρος πότε στο αναλόγιο και πότε μέσα στο Ιερό στις διάφορες χρείες των ιερών. [...]

Τελευταία είχε ανακαλύψει κι ένα απόμερο εκκλησάκι, πέρα από την Αθήνα, στους έρημους αγρούς του Πολυγώνου, στη Μεταμόρφωση. Εκεί γίνονταν μεγάλες και συχνές συνάξεις από καλογέρους της Σκιάθου και του Αγίου Όρους, ιερείς κι άλλους πνευματικούς ανθρώπους που τις παρακολουθούσε με ζήλο ο Νικόλας...":


(Αλεξάνδρου Μωραϊτίδη, "Το τάξιμον", εκδόσεις Νεφέλη)


Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Ο αδικημένος Άγιος Κασσιανός κι οι λαϊκές μας παραδόσεις!

"Ο άϊ-Κασσιανός παραπονιόταν στο Θεό γιατί μαθές, να κάνουν τόσες δόξες και πανηγύρια στον άϊ-Νικόλα... και για τον Κασσιανό, που κάποτε γλύτωσε ανθρώπους από τα θηρία (ίσως όταν γύριζε στα Μοναστήρια της Ανατολής) δεν εγνοιάστηκε κανείς, μηδέ για προσκύνημα, μηδέ για πανηγύρι! 
Την ίδια ώρα, νά και παρουσιάστηκε ο άϊ-Νικόλας βρεγμένος ίσα με το κόκκαλο κι αναμαλλιάρης. (Τον ερώτησ' ο Θεός πού ήταν.) Και άρχισε να λέει σε πόσα πέλαγα γύριζε και πόσα καράβια γλύτωσε με τους ανθρώπους των.
Τότε ο Θεός γυρίζει και λέει στον Κασσιανό: Τον είδες τον άγιο-Νικόλα; Μηδέ μέρα, μηδέ νύχτα ησυχάζει. Χώνεται, χειμώναν καιρό, μέσα στις φουρτούνες, για να γλυτώσει τον κόσμο, κι η βράκα του (όπως των ναυτικών) είναι πάντα βρεμένη. Και συ πια, που γλύτωσες μια φορά ανθρώπους από τα θεριά, κάθεσαι τώρα, σαν οκνός, στον Παράδεισο κι έχεις μούτρα, να παραπονιέσαι. Μάθε το λοιπόν, μια και καλή, πως ο κόσμος που κάνει τα πανηγύρια, ξέρει τί κάνει! 
Σώπασε ο Κασσιανός, αμ' ο Θεός τον τιμώρησε, να μη μπορεί να γιορτάζει κάθε χρόνο, μόνο μια φορά στα τέσσερα, άμα ο Φλεβάρης θα τραβά εικοσιεννιά." (Παναγιώτης Νικήτας, "Το Λεσβειακό Μηνολόγιο", Μυτιλήνη 1953)
Τούτη την παράδοση, παραθέτει ο λαογράφος μας Δημήτριος Λουκάτος στο έργο του "Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης" (εκδόσεις Φιλιππότη) και αναφέρει σχετικά:
"Είναι ο άγιος, που μόνο τα δίσεκτα έτη παρουσιάζεται η ημερομηνία της γιορτής του. Στα άλλα χρόνια συνεορτάζεται με τους αγίους της 28ης  Φεβρουαρίου. Ο λαός πιστεύει πως είναι τιμωρημένος από το Θεό γιατί, ενώ είχε κανονική τη λατρεία του, παραπονέθηκε ότι άλλοι άγιοι παίρνουν μεγάλες τιμές. [...] Η γενική αυτή παράδοση με σχετικές παραλλαγές κυκλοφορεί ιδιαίτερα στις Ορθόδοξες χώρες από τα βυζαντινά χρόνια. [...]"




Εμπνευσμένος από ετούτη την παράδοση, ο κλασικός λογοτέχνης μας Γεώργιος Βιζυηνός (1949-1896), έγραψε ένα πολύ ιδιαίτερο ποίημα, "Το συναξάρι του Αγίου Κασσιανού":

Ἀτθίδες Αὖραι (1884)

Συγγραφέας: Γεώργιος Βιζυηνός
ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ
(Δημώδης καλογηρικὴ παράδοσις.)


"Οἱ Ἅγιοι στὸν οὐρανὸ
συνάχθηκαν ἕνα πουρνὸ
’μπρὸς στοῦ Θεοῦ τὸ δῶμα.
Τάκ, τοῦκ! Τὴν θύρα του χτυποῦν:
Ἔχουνε κἄτι νὰ τοῦ ’ποῦν—
Μήπως κοιμᾶτ’ ἀκόμα;

“Καὶ βέβαια! Ἀπὸ τεμπελιὰ
κι’ ἀπὸ κοιμῆσ’ ἄλλη δουλειὰ
τοῦ Λόγου του δὲν κάνει!”
(Ὁ Ἅγιος Κασσιανὸς
τὸ εἶπε, ποῦ τοῦ καθενὸς
τὴν γνώμη προλαμβάνει.)

“Λέν, εἰς παμπάλαιον καιρὸν
πῶς μιὰ δουλειὰ ἐξ ἡμερῶν
ἐπῆρεν εἰς τὰ χέρια.
Κ’ ἔκτισε κῦμα καὶ στεριά,
κ’ ἔπλασ’ ἀνθρώπους καὶ θεριά,
κ’ ἐγυάλισε τ’ ἀστέρια.

“Μὰ σοῦ ἐπῆρεν ἀπ’ ἐκεῖ
γιὰ μιὰ μεγάλη Κυριακὴ
τὸν ἄπειρον αἰῶνα!
Ἐνῷ οἱ Ἅγιοι ’γδυτοί,
’ως καὶ στὴν ἴδια μας γιορτή,
δουλεύουμε γι’ Αὐτόνα!”

Πρὶν ἀποσώσῃ τὴν λαλιά,
ἀνοίγ’ ἡ θύρα μιὰ σταλιά,
καὶ βλέπ’ αὐτὸς κ’ οἱ ἄλλοι—
Δὲν ἐφαινότανε μορφή,
μὰ εἶδαν τ’ ἄσπρο τὸ σκουφί,
π’ ὁ Θεὸς τὴν νύχτα βάλλει.

Τοῦ Κόσμ’ Αὐτὸς τὴν μηχανή,
μὲ τὸ ποδάρι του κουνεῖ,
κι’ ἀλείφει μὲ τὸ χέρι·
Ἡ ’πουκαμίσα ποῦ φορεῖ
καὶ ἡ ’ματιά του μαρτυρεῖ
πῶς ’δούλευε νυχτέρι.

Ἅμα τὸ εἶδαν οἱ καλοί,
σὰν νᾆχαν ὅλοι μιὰ βουλή,
τὸ βλέμμα σκύβουν κάτω,
κι’ ἀρχίζουν μὲ πολλὴ βοή:
“Τὸν Κύριον πᾶσα πνοὴ
καὶ κτίσις αἰνεσάτω!”

Ὁ Θεὸς ἀκούει καὶ γελᾷ·
κι’ ἀνασκομπόνει στ’ ἀψηλὰ
τοῦ ῥούχου τὰ μανίκια:
“Καλὰ τὸ λέγουν οἱ θνητοί,
πῶς ὅπου λείπει τὸ γατί
χορεύουν τὰ ποντίκια!”

Κ’ ἐνῷ οἱ Ἅγιοι μὲ πολλὴ
τοῦ ψαλλουρίζουν συστολὴ
τ’ ἀτέλειωτο τροπάρι,
νίβγετ’ Ἐκεῖνος καθαρὰ
κι’ ἀλλάζει μέσα, καὶ φορᾷ
τὴν θεϊκή του χάρη.

Ἔπειτα γνεύει σιγανὰ
τ’ ἀγγέλου ποῦ τὸν διακονᾷ
ν’ ἀνοίξῃ πιὰ τὴν θύρα.
Μόλις τὴν εἶδαν ν’ ἀνοιγῇ,
ἐσκύψαν ὅλοι μὲ σιγή,
καὶ προσκυνοῦν στὴν γύρα.

Ὁ Πλάστης γνεύει ἄλλη μιά.
Κ’ ἦταν αὐτὸ ἐπιθυμιὰ
νὰ εἰσαχθοῦν στὸ ’σπίτι.
“Μόλις ἐδόθ’ ἡ προσταγή,
καὶ θὰ φιλήσῃ λὲς τὴν γῆ
ἡ μακρυά τους μύτη!

“Ἀρκεῖ! Ἀρκεῖ! Εὐχαριστῶ!
Σᾶς ἔχω χάριν, ἂν αὐτὸ
τὸ αἴσθημα σᾶς μένῃ,
κι’ ὅταν κανεὶς δὲν σᾶς τηρᾷ -
Καὶ σᾶς ’βρεθῇ καμμιὰ φορὰ
ἡ θύρα μου κλεισμένη.”

Ἕνας τὸν ἄλλο τους κυττᾷ
κ’ ἐκπεπληγμένος ἐρωτᾷ,
μὲ τὴν ’ματιὰ μονάχα:
Ποιός εἶν’ αὐτός, ὅπου τολμᾷ
τέτοι’ Ἀρχηγὸ νὰ μὴν τιμᾷ
ὅπου κι’ ἂν ἦναι τάχα;

“Ὁρίστε μέσ’ ἀγαπητοί!
Βεβαίως τρέχει κἄτι τὶ
σπουδαῖο στὴν Ἑλλάδα,
γιὰ νὰ ’ξυπνήσετε βιαστοὶ
ἀπὸ τὴν κλίνη τὴν ζεστή,
’σὲ τούτη τὴν κρυάδα!”

Καθεὶς σκουντᾷ καὶ προσπαθεῖ
νὰ πρωτὠμβῇ νὰ θρονιασθῇ
εἰς τοῦ Θεοῦ τὸ πλάγι.
Σταὶς πρόσχαραίς των ταὶς μορφαὶς
τὸ βλέπεις, ποῦ καλὸς καφὲς
τοὺς ’μύρισε καὶ τσάγι!

Σὰν ἐκαθῆσαν στὰ θρονιά,
κ’ ἐβούτησαν τὴν φρυγανιά,
καὶ ἤπιαν τὸ ζεστό τους—
Στρέφετ’ ὁ Πλάστης τοὺς κυττᾷ,
καὶ τὰ μαντάτα νὰ ῥωτᾷ
ἀρχίζ’ ἀπὸ τοὺς πρώτους:

Ἀπὸ τοὺς ἀξιωματικούς—
Αὐτοὺς τοὺς προτιμοῦν, ἀκοῦς,
κι’ ὁ Θεὸς καὶ ᾑ κοκκώναις.
Γιατὶ τοὺς ἔχουν γιὰ φρουρούς,
ποῦ κόφτουν δράκοντας κ’ ἐχθρούς—
Ἐπάνω σταὶς εἰκόναις.

Τὸν Ἁγι-Γεώργη τὸ λοιπὸν
ῥωτᾷ μὲ βλέμμα χαρωπόν:
“Τί νέ’ ἀπ’ τὴν Ἀθήνα;”
Αὐτός, τὸ χέρι του στ’ αὐτί,
καὶ μὲ μιὰ στάση κορδωτή:
“Τὰ ’ξεύρεις, λέγ’, ἐκεῖνα!

“Τὴν μάν’ αὐτοί, ποῦ τοὺς γεννᾷ,
τὴν ῥουκανοῦν παντοτεινά,
σὰν δένδρο τὰ σκουλούκια.
Καὶ πέρνουν, γι’ ἄπειρα πουγγιά,
ἐλεημοσύν’ ἀπ’ τὴν Φραγκιὰ
κι’ ἀπ’ τὴν Τουρκιά—Χαστούκια!”

Ἔπειτα στρέφει καὶ θωρεῖ
τ’ Ἁγί-Δημήτρη τὸ σκαρί,
ντρίτο, σὰν σπάθας θήκη.
Καί, “Τί μαντάτα, τὸν ῥωτᾷ,
ἀπ’ τῆς Ἠπείρου τ’ ἀνοιχτὰ
κι’ ἀπ’ τὴν Θεσσαλονίκη;”

“Καλά, τοῦ λέγ’, εὐχαριστῶ!
Μά, Προτεστάντη τὸν Χριστὸ
θὰ κάμουν αὐτοῦ πέρα,
κι’ ὅλους ἑμᾶς Αὐστριακούς—
Ἄν δὲν τοὺς βάλῃς τοὺς Γραικοὺς
’λίγο μυαλὸ μιὰ ’μέρα!”

Τότ’ ὁ Θεὸς στρεφογυρνᾷ
νὰ ’βρῇ μὲ ’μάτια γαλανὰ
τὸν Ἅγιο Νικόλα:
Αὐτὸς φροντίζει δι’ αὐτά.
Αὐτὸς τὴν Πίστ’ ὑπηρετᾷ—
Κι’ ἂς μὴν τὸ λέγει κι’ ὅλα.

Γυρνᾷ ’π’ ἐδώ, γυρνᾷ ’π’ ἐκεῖ—
Ὅλ’ εἶν’ αὐτοῦ οἱ συνοδικοί,
μόνον ἐκεῖνος ὄχι!
“’Ξεύρει κανείς σας, ποῦ κρατεῖ
Ἁγι-Νικόλας, καὶ γιατί
δὲν κάθεται στὴν κώχη;”

Ὅλοι τους γνέψιμο κοινὸ
στὸν Ἅγιο Κασσιανὸ
γιὰ ν’ ἀπαντήσῃ ῥίπτουν—
Αὐτὸς τοὺς ἔφερεν· αὐτὸς
ἂς ὁμιλήσῃ θαρρετὸς
ὅ τι ἐκεῖνοι κρύπτουν.

Αὐτὸς ’σηκώθ’ ἀπ’ τὸ θρονί:
“’Βλόγησον, Πάτερ!” Προσκυνεῖ,
καὶ λέγει μὲ τὴν μύτη.
“Μᾶς ἐρωτᾷς συχνὰ πυκνὰ
ὁ κόσμος κάτω πῶς περνᾷ
στ’ ἀπότρελό του ’σπίτι.

“Θαρρῶ, θὰ ἦταν πιὸ καλά,
ἄν ἐρωτοῦσες μιὰ βολὰ
καὶ δι’ ἑμᾶς ’δῶ πέρα.
Καλὰ θὰ ἦταν. Ἀλλὰ Σύ—
Μὰ αὐτὴν τὴν δόξα τὴν χρυσή—
Ἐπῆρ’ ὁ νοῦς Σ’ ἀγέρα!

“Τώρα μοῦ νοιώθει τὸ μυαλό,
γιατί κανεὶς τὸν πιὸ τρελό
θεότρελο τὸν κράζει!
Αὐτὸ βεβαίως θὰ δηλοῖ,
πῶς ἡ τρελάρα ἡ πολλὴ
τὴν φρόνησή Σου ’μοιάζει!

“Γκρεμνιέτ’ ὁ τόπος ποῦ πατᾷς,
καὶ Σὺ ’ξετάζεις κ’ ἐρωτᾷς
τί νέ’ ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα;
Ἔχ! Καὶ νὰ ἤμουνα Θεός!
Νὰ φάγ’ ἐτοῦτος ὁ λαὸς
ζβερκιὰ καὶ μπαστουνάδα!

“Μώρ’ Χριστιανοί ’ναι τάχ’ αὐτοί,
καὶ πατριῶται θαρρετοί,
σὰν ἦταν ἡ γενιά τους;
Ἔχ! Καὶ νὰ εἶχα μιὰ νευρὰ
νὰ τοὺς ἀργάσω τὰ πλευρὰ
σαχλιὰ σὰν τὰ μυαλά τους!

“Μ’ αὐτὸ δὰ θἄρθῃ μοναχό,
σὰν στρέψ’ ὁ Χρόνος τὸν τροχὸ
ἀπ’ τοῦ Βοριᾶ τὰ μέρη,
καὶ τοὺς ἀλέσουν οἱ Ξανθοί,
σὰν ἅλας πὤχει μωρανθῇ,
σὰν ’ξέθυμο πιπέρι!

“Γι’ αὐτὸ συμπάθειο Σὲ ζητῶ,
ἂν μ’ ἔφυγε τὸ καθ’ αὐτὸ
τῆς ὁμιλίας νῆμα.
Μιὰ ἄλλ’ ἀνάγκη μᾶς βαστᾷ,
μᾶς ἔχει σύρ’ ἐδὼ ’μπροστὰ
στὸ θεϊκό Σου βῆμα.

“Ἁγι-Νικόλας μὲ χωρὶς
αἰτία κι’ ἀφορμὴ θαρρεῖς
λείπ’ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους;
Παρὰ σκυφτὸς ἐδὼ μ’ ἑμᾶς,
προκρίν’ ἐκεῖνος τὰς τιμὰς
ποῦ παίρν’ ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους.

“Σὲ κάθε τέμπλος π’ ἀπαντᾷ
στήνει τὸν θρόνο του κοντὰ
στοῦ γυιοῦ Σου τὴν μητέρα!
Κ’ οἱ ναύταις, ὅταν κονδυλοῦν,
σ’ ἐκεῖνον κράζουν καὶ λαλοῦν
τὸ Τὴν τιμιωτέρα!

“Κ’ ἐνῷ ἡ φτώχεια δὲν ’μπορεῖ
γιὰ μᾶς νὰ κάψ’ ἕνα κερὶ
καὶ δυὸ κουκκιὰ θυμιάμα,
αὐτὸς συχνὰ πυκνὰ πουλεῖ,
ἀπ’ τὴν περίσσεια τὴν πολλή,
χρυσὸ τὸ κάθε τάμα!

“Νοεῖς βεβαίως, πῶς αὐτὰ
τὴν Πίστη βλάπτουν δυνατὰ
καὶ τὴν Ἁγιωσύνη.
Ἐνῷ δὲν ἔπρεπε, φρονῶ,
νὰ λείπ’ ’ως κι’ ἀπ’ τὸν οὐρανὸ
ἡ κοινοκτημοσύνη!

“Γιατί νὰ ἔχ’ αὐτὸς γιατί
τίμὴ καὶ δόξα, κ’ ἑορτὴ
λαμπρότερ’ ἀπὸ μένα;
Ἂς μᾶς τὸ ’πῇ ὀρθὰ κοφτὰ
τὰ δικαιώματά τ’ αὐτὰ
ποῦ τἄχ’ ἀποκτημένα!

“Ἂν ἦταν μάρτυς μὲ καρδιά—
Θἄλεγα: τέτοι’ ἀναποδιὰ
τὴν κάμνουν οἱ ἀνθρῶποι:
Σοῦ ’γδέρνουν κἄποιον σὰν σκυλί,
καὶ σὰν θεόν τους, οἱ μουρλοί,
τὸν προσκυνοῦν κατόπι!

“Ἂν ἦταν ἕνας ἀσκητής,
ἕνας σοφὸς ἢ ποιητής,
π’ ἀπέθαν’ ἀπ’ τὴν πεῖνα—
θἆχε κανεὶς ὑπομονή·
καὶ θἄλεγ’ ὅλ’ οἱ Χριστιανοὶ
πῶς εἶν’ ἀπ’ τὴν Ἀθήνα.

“Τὸ πνεῦμ’ ἀφήνουν νὰ πεινᾷ,
τὴν ἀρετὴ νὰ διακονᾷ—
Καὶ σὰν τὰ κακαρώσῃ,
πὰ στὸ στομάχι τ’ ἀδειανὸ
τῆς στήνουν μάρμαρο βουνό,
καὶ ψάλλουν ὅσοι ὅσοι!

“Μὰ τοῦτον—Δόξα σ’ ὁ Θεός—
στὴν γῆ τὸν εἶχεν ὁ λαὸς
Αὐθέντη καὶ Δεσπότη!
Γι’ αὐτάς, δὲν εἶπες, τὰς τιμάς,
οἱ πρῶτ’ εἶν’ ἔσχατοι ’σ’ ἑμᾶς,
κ’ οἱ ἔσχατ’ εἶναι πρῶτοι;—

“Μά, τὸ συνήθειο τὸ κακὸ
ἔγεινε πλέον φυσικὸ
στὸν Ἅγιο-Νικόλα!
Φιλόπρωτος χαμαὶ στὴν γῆ,
πρωτεῖα ’πάνω κυνηγεῖ
μὲ τὰ σωστά του ὅλα.

“Κι’ ἂν δὲν ’νοιασθῇς – Σὲ βεβαιῶ,
μᾶς τὸν καθίζουν γιὰ Θεὸ
στὸν ζβέρκο μας οἱ Σλαῦοι!
Καὶ θὲ νἀρθῇ μιὰ πρωϊνὴ
νὰ Σὲ σηκώσ’ ἀπ’ τὸ σκαμνί,
τὴν θέση νὰ Σοῦ λάβῃ!”

Ὁ Πλάστης π’ ἄκουεν αὐτὰ
τὰ γέλοια μέσα του βαστᾷ,
τὰ γένια του χαϊδεύει.
Μιὰ τὸν κατήγορο θωρεῖ,
μιὰ τὼν Ἁγίων τὸ σωρί—
Κἄτι τοὺς μαγερεύει!

Κατόπι: “Πράγματι, λαλεῖ,
εἶναι παράδοξο πολὺ
γιατί ἡ Χριστιανοσύνη
κεριὰ καὶ ’λάδια περισσά,
καὶ τόσα στέφανα χρυσὰ
’σ’ αὐτὸν τὸν Ἅγιο δίνει!

Καὶ ἀπὸ τοῦτα ποῦ θωρῶ,
εἰς τὰ Μετέωρα θαρρῶ
ποθεῖτε νὰ τὸν στείλω.—
Εἶναι στὴν σύνοδο κανεὶς
νὰ ’πῇ δυὸ λόγους εὐμενεῖς
γιὰ τὸν παλῃό μας φίλο;...

“Μά, ὅποιος κρίνει τὰ κοινά,
θαρρῶ, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾷ
καὶ τοῦ σοφοῦ τὴν γνώμη:
Πρὶν ἔρθῃ κι’ ἀπολογηθῇ
αὐτὸς ποῦ κατηγορηθῇ,
μὴν κάμῃς κρίσ’ ἀκόμη.

“Γι’ αὐτὸ καλὸ νομίζω ’γὼ
’σ’ ἕνα κλητῆρά μου γοργὸ
νὰ δώσουμε μιὰ κλήση,
ἕν’ ἔνταλμα δεσποτικό.
Καί, μὲ καλὸ ἢ μὲ κακό,
νὰ μᾶς τὸν κουβαλήσῃ.”

Κ’ ἐστράφη κ’ ἔγνεψε γλυκὰ
ἑνὸς ἀγγέλου, ποῦ ’γροικᾷ
τὸ πρᾶγμ’ αὐτοῦ ποῦ στέκει.
Κι’ αὐτὸς ἐπέταξε στὴν γῆ
μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν προσταγή,
ὡσὰν ἀστροπελέκι.

Πρὶν ἢ τελειώσῃ μιὰ στιγμή,
τ’ Ἁγί-Νικόλα τὸ κορμὶ
πῶς ἔφερνεν ἐφάνη.
Καὶ στῆς στιγμῆς τὸ τέλος πιά,
σαχλιό, βρεμμένο σὰν σουπιά,
’μπρὸς στὸν Θεὸ τὸν βάνει.

“Συγνώμ’, Ἀφέντη μου, ζητῶ,
διότι, λέγει, περιττὸ
καιρὸν ἔχω ἀργήσει.
Μὲ τὰ γοργά μου τὰ φτερὰ
ἐπῆγα Νότο καὶ Βορρᾶ,
κι’ Ἀνατολὴ καὶ Δύση.

“Σ’ ὅλους ἐπῆγα τοὺς λαούς,
σ’ ὅλους ἐμβῆκα τοὺς ναούς—
Δὲν ηὗρα τὸν ἁτόν του.
Τέλος, κοντὰ ν’ ἀπελπισθῶ,
τὸν ξετρυπόνω στὸν βυθὸ
τοῦ Εὔξεινου τοῦ Πόντου!”

Ὁ Πλάστης τὸν καλοθωρεῖ
καὶ τὸν ῥωτᾷ μὲ ἱλαρή,
μὲ πατρικὴ φροντίδα:
“Ἁγι-Νικόλα, τὸ θωρῶ,
εἶσαι βρεμμένος στὸ νερὸ
’ως ’πάνω στὴν κουρίδα!

“Ἂν ἦν’ ἀλήθει’ αὐτὸ ποῦ ’πῶ—
στὴν Μοσχοβιὰ εἶχες σκοπὸ
ξανὰ νὰ ταξιδεύσῃς.
Κ’ ἐπήγαινες κολυμβητά,
γιατὶ δὲν ἤθελες λεπτὰ
γιὰ ναῦλο νὰ ’ξοδεύσῃς!

“Ὁρίστε; Τόσο φειδωλοὶ
δὲν ’βρίσκοντ’ Ἅγιοι πολλοί!...
Ἀλλ’ ὅμως, δὲν θυμόνω.
Θὰ οἱκονόμησες ξανὰ
γιὰ νὰ προικίσῃς ὀρφανά,
νὰ τὰ ’πανδρεύσῃς μόνο.”

Ἁγι-Νικόλας τουρτουρᾷ—
Σὰν ῥυάκια τρέχουν τὰ νερὰ
ἀπ’ τὸ χλωμὸ κορμί του!
Ὁ Πλάστης μιὰ τὸ βλέπ’ αὐτό,
καὶ μιὰ τηρᾷ τὸ κεντητὸ
τοῦ σαλονιοῦ χαλί του...

“Τὸ ἕνα χέρι σου κρατεῖ
κάτ’ ἀπ’ τὸ ῥάσσο κἄτι τί.”
Λέγ’ ὕστερα μὲ χάρη.
“Διορισμός, σὲ βεβαιῶ,
θὰ ἦν’ αὐτό!—Μήπως Θεὸ
σ’ ἐκάμαν οἱ Βουλγάροι;”

Ὁ Ἅγιος τότε, γιὰ νὰ ἰδῇ,
τοῦ ξεσκεπάζ’ ἕνα παιδὶ
μισοπνιγμέν’ ἀκόμα.
“Συμπάθειο, λέγει, ἂν αὐτὸ
παρουσιάζω τὸ θνητὸ
στ’ ἀθάνατό σου δῶμα.

“Εἶναι ἡ ἔβδομη ζωή,
ποῦ ἔχω σώσ’ ἀπ’ τὸ πρωΐ
ἀπ’ τὴν μεγάλη μπόρα.
Μιὰ τρίχ’ ἀκόμα νὰ πνιγῇ:
Γιατὶ μοῦ ἦλθ’ ἡ προσταγὴ
εἰς ἀκατάλληλ’ ὥρα!

“Πρὶν ἀναπνεύσῃ μιὰ σταλιά,
μὲ τρελαρπάζ’ ἀπ’ τὰ μαλιὰ
ὁ ἄγγελος, στοχάσου!
Γιὰ νὰ μὴν πέσ’ ἀπ’ τ’ ἁψηλά,
καὶ τοῦ σκορπήσουν τὰ μυαλά—
Τὸν ἔφερα ’μπροστά σου.”

Κ’ ἐνῷ ’κρατοῦσεν ἡ ’μιλιά,
ὁ Ἅγιος βλέπει τὴν δουλειά,
ποῦ ἐκτελεῖ συνήθως:
Πιάν’ ἀπ’ τὰ πόδια τὸ παιδί,
τ’ ἀναποδίζει μὲ σπουδή,
καὶ τὸ χτυπᾷ στὸ στῆθος.

Καὶ βλέπει τ’ ἁρμυρὰ ζουμιά,
ποῦ τρέχουν ἀπ’ τὴν μύτη μιά,
καὶ μιὰν ἀπὸ τὸ στόμα.
Κατόπι, στήνοντάς τ’ ὀρθά,
μ’ ὅλα τὰ μέσα προσπαθᾷ—
Δὲν ἀναπνέει ἀκόμα!

Τότε μὲ σκέψη περισσὴ
’βγάλλει τὴν θήκη τὴν χρυσή,
γεμάτη μὲ ταμπάκο.
Παίρνει μιὰ πρέζα, τὴν βαστᾷ
στὴν μύτη τοῦ παιδιοῦ ’μπροστά—
“Μύρισ’ το, βρὲ Γιαννάκο!”

Σὰν τὸ ’μυρίσθηκεν αὐτός,
τὸν ἔπιασ’ ἕνας φτερνητὸς
κ’ ἐπῆρε ’λίγ’ ἀγέρα.
Καὶ τοῦ ἀνοῖξαν στὴν στιγμὴ
οἱ νυχτωμένοι τ’ ὀφθαλμοὶ
καὶ εἶδε τὴν ἡμέρα!

Τότε ὁ Ὕψιστος γυρνᾷ
καὶ τοὺς Ἁγίους σκοτεινὰ
ἕνα πρὸς ἕνα βλέπει.
Καὶ μὲ τὸ πρόσωπο ’ξεινὸ
στὸν Ἅγιο Κασσιανὸ
τὴν ὁμιλία τρέπει.

“Θωρεῖς, τοῦ λέγει, διατί
ἔχει λαμπρότερη γιορτή,
κι’ ὁ κόσμος τὸν θυμιάζει;
Γιατὶ δὲν κεῖται στὸν σοφά,
νὰ τρῷ, νὰ πίνῃ, νὰ τρυφᾷ,
καὶ σκάνδαλα νὰ βάζῃ.

“Μόν’ καὶ στὸ κῦμα τὸ βαθύ,
κ’ εδὼ ’μπροστά μου προσπαθεῖ
γιὰ τὴν Χριστιανοσύνη.
Τί θαῦμα τὸ λοιπὸν αὐτὸν
ἀπ’ ὅλον σας τὸν συρφετὸν
ἂν προτιμοῦν κ’ ἐκεῖνοι;..

“Ἄ, ξεκουμπίσου μ’ ἀπ’ ἐδώ!
Καὶ ἄλλη μιὰ νὰ μὴ σὲ ἰδῶ
νὰ τσαμπουνᾷς ’δὼ πέρα!
Γιατὶ δὲν εὐκαιρῶ γι’ αὐτὰ
τ’ ἀνόητά σου χορατὰ
κάθε στιγμὴ καὶ ’μέρα.

“Κι’ ἄν δὲν σὲ παύω στὴν στιγμὴ
ἀπ’ τὴν Ἁγιωσύνη—Μὴ
τὸ ’πῇς ἀξιὰ δική σου.
Ἁγιότη πὤδωκ’ ὁ λαός,
δὲν εἰμπορεῖ οὔτ’ ὁ Θεὸς
νὰ τὴν ἐπάρῃ ’πίσου!..

“Γιὰ τὴν αὐθάδεια πλὴν αὐτή,
σοῦ μεταθέτω τὴν γιορτή.—
Τί ’μέρα σ’ ἔχω δώσει;
Φευρουαρίου ’κοσεννιά:
’Σὲ κάθε τέταρτη χρονιά—
Διὰ νὰ βάλῃς γνώση!”

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:

Τὴν περίεργον ταύτην παράδοσιν τὴν χρεωστῶ εἰς τὴν φιλίαν ἑνὸς τῶν τελειοδιδάκτων τῆς ἐν Χάλκῃ Θεολογικῆς Σχολῆς. Ἡ δηκτικὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ φαντασία, ἴσως ἡ ὑπερφίαλος φιλαστειότης αὐτῶν τῶν ἡρώων, μετέθεσεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὰς συνήθεις σκηνὰς ῥᾳδιουργοῦντος φθόνου καὶ φιλοπρωτείας ἀνθρώπων, ὧν ὁ ἐπὶ γῆς βίος ὀνομάζεται οὐράνιος πολιτεία. Ἐν τῷ ποιήματι ὑπέδειξα μὲν τὸ φυσικὸν τῆς σκηνῆς ἔδαφος, δὲν ἠδυνάμην ὅμως νὰ ἐξαιρέσω τὴν τοῦ Θεοῦ παρουσίαν χωρὶς νὰ νοθεύσω τὴν παράδοσιν. Ἐν τούτοις ἐπεφύλαξα εἰς Αὐτὸν ἀξιοπρέπειαν μείζω ἢ ὅτι ποιεῖ τὸ ἀνέκδοτον, συνυποδείξας τὴν περὶ σπουδαιότερά τινα φροντίδα Του. Ἡ ἐποχὴ καθ’ ἣν ἔτυχε νὰ γράφω τὸ ποίημα μοὶ παρέσχε τὰς περὶ Ἑλλάδος παρεκβάσεις. Ἡ ἐπιθυμία τῆς ἀντικαταστάσεως τοῦ Θεοῦ (ὡς γεγηρακότος καὶ ξεκουτιασμένου) διὰ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἐπικρατεῖ ἀληθῶς παρὰ τοῖς ἀμαθέσι Σλαύοις. Οἱ ἐν Θρᾴκῃ Ἕλληνες τὴν ἀναφέρουν μόνον ὡς ἀπόδειξιν ἀνοήτου φυλετισμοῦ τῶν Βουλγάρων, οἵτινες ἀποδυσπετοῦσι μὲν τὸν ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων γνωρισθέντα εἰς αὐτοὺς Θεόν, ἀδυνατοῦν ὅμως νὰ συλλάβωσιν αὐτοὶ τὴν ἰδέαν Ὄντος τινὸς ὑψηλοτέρου ἀπὸ τὸν ἐθνικὸν αὑτῶν Ἅγιον."


Ο Δημήτριος Λουκάτος ("Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης"), παρατηρεί: "Όλοι όμως οι ευρωπαϊκοί λαοί, ιδιαίτερα οι αγρότες, φοβούνται την 29η του Φεβρουαρίου, ως ανώμαλη και δυσοίωνη, αφού αυτή σημαδεύει κυριότατα το δίσεκτο έτος. Η ανωμαλία αυτή κάνει και τους Έλληνες να τα "ρίχνουν" όλα στον άγιο Κασσιανό, να τον λένε "γρουσούζη" ή "οκνό" και να δικαιολογούνε έτσι τη δική τους δεισιδαιμονία, που τό'χουν σε "κακό" να πιάσουν δουλειά την ημέρα αυτή. Για αυτό και λέμε συνήθως, ότι "τ'αγίου Κασσιανού γιορτάζουν οι οκνοί ή οι τεμπέληδες"."

Η Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος ("Οι 12 μήνες, τα λαογραφικά", εκδόσεις: Μαλλιάρης-Παιδεία) αναφέρει:
Στη Μυτιλήνη... έλεγαν πως "Του Κασσιανού γιορτάζουν οι οκνοί" κι ότι "Αυτός βαστάει της οκνιάς τα κλειδιά". Η παράδοση από την οποία προέρχονται οι εκφράσεις αυτές είναι από τη Μυτιλήνη και λέει τα εξής:
Μια μέρα, σαν ο Χριστός γύριζε με τους δώδεκα αποστόλους, έκατσε σε ένα μέρος να ξεκουραστεί. Αμέσως λοιπόν, νά'σου και όλοι οι άγιοι πάνε κοντά του να του γυρέψουν δουλειά. Πάει ο άϊ-Νικόλας και του λέει:
- Χριστέ μου, για πες μου, τί θέλεις να κάνω;
Λέει ο Χριστός:
- Πάνε να δεις ποιά καράβια και καϊκια βολοδέρνουν κι απέ να τα σώζεις.
Πάει κι ο άϊ-Τρύφωνας και του λέει:
- Εγώ, τί θέλεις να κάνω;
Απαντάει ο Χριστός:
- Αμ' το κλαδευτήρι τό'χεις στη μέση σου και κρέμεται, λοιπόν, τί θέλεις και ρωτάς; Τράβα στα χωράφια και στ' αμπέλια και κάνε τη δουλειά σου' διώξε τις αρρώστιες απ'τα δένδρα κι όλα τα κακά. 
Εδεκεί, λοιπόν, πήγαν όλοι οι άγιοι στο Χριστό και κάναν τη δουλειά τους. Πίσω πίσω πήγε κι ο άγιος Κασσιανός και λέει:
- Εγώ, Χριστέ μου, τί να κάνω;
Γέλασε τότε ο Χριστός, δε βάσταξε και τού'πε:
-Αμ'εσύ είσαι που εισαι οκνός. Φύλαγε λοιπόν το Φλεβάρη κι άμα δεις και τραβάει εικοσιεννιά, έμπα μέσα στο εικοσιεννιά και κάνε τη δουλειά σου' πάλι, σα δεν έχει εικοσιεννιά κάτσε  απ'όξω."


Ιερός Ναός Αγίου Κασσιανού, Λευκωσία - φώτο: Αρ.Βικέτος



Συνεχίζει ο Δημήτρης Λουκάτος, "Ιδιοτυπία ελληνικότατη παρουσιάζουν μερικές προσθήκες στην παράδοση αγίου Κασσιανού που λένε ότι δεν παραπονέθηκε από μόνος του ο άγιος στο Θεό, αλλά τον παρακίνησε κάποιος... δικηγόρος, που κατάφερε να μπει στον Παράδεισο και σχεδίαζε να αναλάβει και... αγωγή."

"Διηγούνται ότι εις τον Παράδεισον εισήλθε κάποτε και ένας δικηγόρος κατά λάθος ως φαίνεται περιερχόμενος από τα διάφορα διαμερίσματα, συνάντησεν εις μια άκραν και τον Άγιον Κασσιανόν. Γενομένης συζητήσεως ο Άγιος παραπονείτο δια την ασημότητα και την αφάνεια αυτού, εν αντιθέσει προς την επισημότητα και την ισχύν άλλων Αγίων. Ο δικηγόρος έξυνε τα νύχια του από τη χαρά του πως βρήκε δουλειά και επεδοκίμαζε την γνώμην του Αγίου και κατ’ αρχάς μεν δειλά δειλά, κατόπιν δε εντονώτερα, τον συνεβούλευσε να αναφερθή εις τον Ιεχωβά και να ζητήση ικανοποίησιν ούτως ειπείν επί τω τέλει του να αποδοθή και προς αυτόν, ως Άγιον, η δέουσα τιμή και εν τω Κόσμω παρά τοις ανθρώποις και εν τω Παραδείσω παρά τω Θεώ. Ο Άγιος Κασσιανός κατ’ αρχάς εδίστασεν, αλλ’ εν τέλει παρεσύρθει από την ευγλωττίαν του θεμιστοπόλου και ελλείψει χαρτοσήμου, και λόγω ατελείας ισχυούσης εν τω Παραδείσω, συνετάγη, εφ' απλού αίτησις προς το Θεόν, επιζητούσα, ενί λόγω, την ανύψωσιν και του αιτούντος Αγίου Κασσιανού εις την επίζηλον θέσιν και των άλλων μεγάλων Αγίων και επεδόθη αυτοστιγμεί προς τον Άγιον Πέτρον δια τα περαιτέρω. Δεν εβράδυνε η ημέρα της δικασίμου. Ο Άγιος Κασσιανός ενεφανίσθη περιδεής προ της παντοδυναμίας του Πλάστου και προσκληθείς ανέπτυσσε δι' ακαταμάχητων επιχειρημάτων τα δικαιώματα αυτού ίνα εξισωθή προς τους άλλους Αγίους, ήτοι τον Άγιον Νικόλαον, τον Άγιον Γεώργιον κλπ, αφού και αυτός είναι Άγιος! Εν ηρεμία και πραότητι θεία ο Θεός ήκουε τα παράπονα και αντί άλλης απαντήσεως διέταξε τον Πέτρον ως διαγγελέα, να προσκαλέση πάραυτα τους Αγίους Νικόλαον και Γεώργιον, ίνα εμφανισθώσιν ενώπιον Αυτού. Δεν παρήλθον ολίγα λεπτά και κατέφθασαν διαγγελείς κομίζοντες τας ειδήσεις ότι ο μεν Άγιος Νικόλαος προσπαθεί εις τον ωκεανόν να διασώση εκ θυέλλης ποντιζόμενον πλοίον, ο δε Άγιος Γεώργιος παρίσταται να διασώση διωκομένους και μαχόμενους Χριστιανούς. Ηκούσατε Άγιε Κασσιανέ; Δεν μου λέγετε εσείς τι εκάνατε και ποιός σας συνεβούλευσε να συντάξετε αυτήν την αναφοράν; Ο Κασσιανός απαντά περιδεής και πτήσσων : - Εκάθημην εις μίαν άκραν του Παραδείσου, οπότε με επλησίασεν ένας πρώην δικηγόρος συνταξιούχος, και με παρέσυρε δια της ευγλωττίας του να συντάξω την αναφόραν και να ζητήσω τα δίκαία μου, άτινα, δήθεν, παρεγνωρίζοντο. – Καλά! Σε τιμωρώ να εορτάζης κατά τετραετίαν τα δίσεκτα έτη. Έκτοτε φαίνεται ότι εκολάζοντο οι ψευδείς μηνυταί, - Συ δε Άγιε Πέτρε, ουδέποτε πλέον να επιτρέψης να εισέλθη δικηγόρος εις τον Παράδεισον!"

Τάσσου Ζευγώλη, "Λαογραφικά σημειώματα (Νάξου)", 1950

Απολαυστικό είναι και το σχετικό διήγημα του ηπειρώτη Χρήστου Χρηστοβασίλη, "Ο Άγιος Κασσιανός" (σε Pdf εδώ: Κοσμόπολις), αν και νιώθω πλέον ότι με όλες τούτες τις παραδόσεις που φανερώθηκαν για να δικαιολογήσουν το ρόλο τούτης της 29ης Φεβρουαρίου κάθε δίσεκτο έτος, ο Άγιος αδικείται τελικά πολύ περισσότερο έτσι όπως παρουσιάζεται, παρά με το να εορτάζει μοναχά κάθε τέσσερα χρόνια!












 Αν και στην Ελλάδα, παρόλες όλες τούτες τις παραδόσεις, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στον κόσμο, στην Κύπρο, υπάρχει ιστορικός ναός του στη Λευκωσία και κάθε χρόνο (εννοείται ακόμη και τα μη δίσεκτα!) εορτάζεται μεγαλοπρεπώς η μνήμη του!

Ιερός Ναός Αγίου Κασσιανού, Λευκωσία - φώτο: Αρ.Βικέτος

Ο πανέμορφος ιστορικός ναός βρίσκεται κοντά στη "νεκρή ζώνη της Λευκωσίας.

Ιερός Ναός Αγίου Κασσιανού, Λευκωσία - φώτο: Αρ.Βικέτος

Στην ιστοσελίδα Αγγελιαφόρος, από όπου κι οι φωτογραφίες του ναού, παρατίθεται και κείμενο του φιλολόγου Στέλιου Παπαντωνίου για την ιστορία του ναού, καθώς και η παρακάτω εικόνα:


Κι επειδή τελικά, παραείναι αδικημένος ο Άγιος Κασσιανός με το να του προσάπτουν όλα τα στραβά που απορρέουν από τη λαϊκή δεισιδαιμονία για τα έτη τα δίσεκτα, έως μάλιστα και αναίδεια και οκνηρία, δε μπορώ να τον αδικήσω κι εγώ αναφέροντας μοναχά τούτες τις παραδόσεις χωρίς να προσθέσω δυο-τρία στοιχεία υπέρ της προσωπικότητας και της αγιοσύνης του! Πόσο μάλλον όταν τούτη τη χρονιά συνέβη να γνωρίσω και να αγαπήσω τον ίδιο και το έργο του! 

"Ο Άγιος Κασσιανός είναι πνευματικό ανάστημα της Εκκλησίας μας που, αν και τιμάται απ'Αυτήν ως Άγιος, εν τούτοις παραμένει μέχρι των ημερών μας, στο ευρύ τουλάχιστον πλήρωμά Της, αρκετά άγνωστος. Αυτό θεωρούμε ότι κατά κύριο λόγο συμβαίνει επειδή δεν υπήρξε ανά τους αιώνες πρόσβαση στο συγγραφικό του έργο από όλους τους χριστιανούς, δεδομένου ότι ο Άγιος Κασσιανός συνέγραψε στην Λατινική." αναφέρει η εκδότρια μονή του έργου του "Συνομιλίες με τους πατέρες της ερήμου". Έζησε τον 4ο αιώνα κι από την πρώιμη νεανική ηλικία μαζί με τον αδελφικό του φίλο Γερμανό αποφάσισαν να ακολουθήσουν τη μοναχική ζωή και κοινοβίασαν σε κάποια Μονή της Βηθλεέμ. Οι δύο φίλοι, με την ευλογία των προεστώτων του κοινοβίου τους, επισκέφτηκαν τους αναχωρητές μοναχούς της Αιγύπτου για να βοηθηθούν πνευματικά και τούτες τις άκρως ενδιαφέρουσες συνομιλίες κατέγραψε ο Άγιος Κασσιανός για την ωφέλεια και άλλων Χριστιανών. Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τούτο το έργο του Αββά Κασσιανού, το "Συνομιλίες με τους πατέρες της ερήμου", τόμος Α' , των εκδόσεων "Ετοιμασία" (Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέας):